Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
ἐπίνικος, -ον (AM) νίκη
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίνικος
ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)
αρχ.
ο επινίκιος.