ομόζυξ: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόζυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ομόζυγος]] («[[ὁμόζυξ]] [[μετὰ]] τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[αξίωμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι του ίδιου είδους με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>ζυξ</i>].
|mltxt=[[ὁμόζυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ομόζυγος]] («[[ὁμόζυξ]] [[μετὰ]] τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῦτα ἀντιτείνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[αξίωμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι του ίδιου είδους με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>ζυξ</i>].
}}
}}

Revision as of 15:50, 25 July 2021

Greek Monolingual

ὁμόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. ομόζυγοςὁμόζυξ μετὰ τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῦτα ἀντιτείνει», Πλάτ.)
2. σύζυγος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο
2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι του ίδιου είδους με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. νεό-ζυξ].