ομόζυξ

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

ὁμόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. ομόζυγοςὁμόζυξ μετὰ τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῦτα ἀντιτείνει», Πλάτ.)
2. σύζυγος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο
2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι του ίδιου είδους με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. νεόζυξ].