παρανοώ: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΝΑ [[νοώ]]<br />[[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρεξηγώ]], [[παρερμηνεύω]] («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραφρονώ]], τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα | |mltxt=-έω, ΝΑ [[νοώ]]<br />[[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρεξηγώ]], [[παρερμηνεύω]] («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραφρονώ]], τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῦντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 26 March 2021
Greek Monolingual
-έω, ΝΑ νοώ
αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα, παρεξηγώ, παρερμηνεύω («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)
αρχ.
παραφρονώ, τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῦντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», Αριστοτ.).