дарить: Difference between revisions
From LSJ
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πόρω]], [[καταχαρίζομαι]], [[δωρύττομαι]], [[συγχορηγέω]], [[δωρέω]], [[δωροφορέω]] | |rueltext=[[προΐημι]], [[πόρω]], [[καταχαρίζομαι]], [[δωρύττομαι]], [[συγχορηγέω]], [[δωρέω]], [[δωροφορέω]], [[προπίνω]], [[ὑφίημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
προΐημι, πόρω, καταχαρίζομαι, δωρύττομαι, συγχορηγέω, δωρέω, δωροφορέω, προπίνω, ὑφίημι