δωρύττομαι
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
Dor. for δωρέομαι, Theoc.7.43.
Spanish (DGE)
regalar τάν τοι ... κορύναν Theoc.7.43.
German (Pape)
[Seite 696] dor. = δωρέομαι, Theocr. 7, 43.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
dor. c. δωρέομαι.
Russian (Dvoretsky)
δωρύττομαι: дарить (τινί τι Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
δωρύττομαι: Δωρ. ἀντὶ δωρέομαι, Θεόκρ. 7. 43.
Greek Monolingual
δωρύττομαι (Α)
(δωρ. τ.) δωρίζω, χαρίζω.
Greek Monotonic
δωρύττομαι: Δωρ. αντί δωρέομαι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
δωρύττομαι, [doric for δωρέομαι, Theocr.]