συγχορηγέω

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχορηγέω Medium diacritics: συγχορηγέω Low diacritics: συγχορηγέω Capitals: ΣΥΓΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: synchorēgéō Transliteration B: synchorēgeō Transliteration C: sygchorigeo Beta Code: sugxorhge/w

English (LSJ)

A assist with supplies, σφίσι εἰς τοὺς περιεστῶτας καιρούς Plb.4.46.5; τισι Id.5.55.1, etc.: c. acc. rei, σ. τροφάς τισι Plu.Rom. 6: abs., σ. ἀφειδῶς Id.Cleom.6.
II contribute towards, τοῖς γάμοις Id.Phoc.30.

German (Pape)

[Seite 971] mit, zugleich, zusammen Aufwand machen, zur Ausrüstung eines Chors; u. allgemeiner, Pol. 4, 46, 5; Plut. Phoc. 30; von einer Flotte, Timocl. 7.

French (Bailly abrégé)

συγχορηγῶ :
litt. être chorège avec, d'où
1 contribuer à l'entretien de, contribuer à, subvenir : τινι à l'entretien de qqn ; τροφάς τινι PLUT contribuer aux frais de nourriture de qqn;
2 en gén. contribuer aux dépenses de, τινι.
Étymologie: σύν, χορηγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχορηγέω [σύν, χορηγός] financiële steun leveren; met dat. van personen aan iem.; met acc. v. h. inw. obj.. σ. τροφάς … τοῖς τρέφουσι de opvoeders steunen bij de kosten voor de verzorging Plut. Rom. 6.1. met dat. van zaken bijdragen aan de kosten voor. Plut. Phoc. 30.7.

Russian (Dvoretsky)

συγχορηγέω:
1 оказывать помощь, помогать (τινι Polyb.): τοῖς γάμοις τινὸς σ. Plut. помогать в покрытии расходов на устройство чьего-л. брака;
2 доставлять (τροφάς τινι Plut.);
3 делать подарки, дарить, одарять (ἀφειδῶς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγχορηγέω: συμπαρέχω βοηθείας εἰς τροφὰς καὶ ἄλλα, τινι εἰς τοὺς παρεστῶτας καιροὺς Πολύβ. 4. 46, 5· τινι ὁ αὐτ. 5. 55, 1, κτλ.· μετ’ αἰτ. πράγμ., σ. τροφάς τινι Πλουτ. Ρωμ. 6· ἀπολ., σ. ἀφειδῶς ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 6. ΙΙ. συνεισφέρω πρός τι, τοῖς γάμοις ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 30.

Greek Monotonic

συγχορηγέω: μέλ. -ήσω,
I. παρέχω από κοινού βοήθεια σε τροφές ή εφόδια, χορηγώ, σε Πλούτ.
II. συνεισφέρω σε κάτι, με δοτ., στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to furnish as supplies, Plut.
II. to contribute towards a thing, c. dat., Plut.