незаконченный: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[κόλος]], [[ἡμίεργος]], [[ἀνεξέργαστος]], [[ἀνεπίξεστος]], [[ὕπακρος]], [[ἀτέλεστος]], [[ἀποίητος]], [[ἀσυντέλεστος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ἀναπάρτιστος]], [[ἀτελείωτος]] | |rueltext=[[ἀτελής]], [[κόλος]], [[ἡμίεργος]], [[ἀνεξέργαστος]], [[ἀνεπίξεστος]], [[ὕπακρος]], [[ἀτέλεστος]], [[ἀποίητος]], [[ἀσυντέλεστος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ἀναπάρτιστος]], [[ἀτελείωτος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀτελής, κόλος, ἡμίεργος, ἀνεξέργαστος, ἀνεπίξεστος, ὕπακρος, ἀτέλεστος, ἀποίητος, ἀσυντέλεστος, ἀτελεύτητος, ἀναπάρτιστος, ἀτελείωτος