ἀναπάρτιστος
English (LSJ)
ἀναπάρτιστον, incomplete, of verbal expression, Stoic.2.58.
Spanish (DGE)
-ον
incompleto ἐλλιπῆ μὲν οὖν ἐστι τὰ (λεκτὰ) ἀναπάρτιστον ἔχοντα τὴν ἐκφοράν Chrysipp.Stoic.2.58
•de pers. imperfecto Ign.Phil.5.1.
German (Pape)
[Seite 200] unvollendet, Diog. L. 7, 63.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπάρτιστος: незаконченный, неполный Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπάρτιστος: -ον, ὁ μὴ ἀπηρτισμένος, ἀτελής, Διογ. Λ. 7. 63.
Greek Monolingual
ἀναπάρτιστος, -ον (Α) ἀπαρτίζω
ο μη τέλειος, ατελής, ελλιπής.