σκαμβάλυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skamvalyks
|Transliteration C=skamvalyks
|Beta Code=skamba/luc
|Beta Code=skamba/luc
|Definition== <b class="b3">σκαμβός, στρεβλός</b>, Hsch. σκαμβηρίζοντες· [[ὀλισθαίνοντες]], Id.
|Definition== [[σκαμβός]], [[στρεβλός]], Hsch. σκαμβηρίζοντες· [[ὀλισθαίνοντες]], Id.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:55, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβάλυξ Medium diacritics: σκαμβάλυξ Low diacritics: σκαμβάλυξ Capitals: ΣΚΑΜΒΑΛΥΞ
Transliteration A: skambályx Transliteration B: skambalyx Transliteration C: skamvalyks Beta Code: skamba/luc

English (LSJ)

= σκαμβός, στρεβλός, Hsch. σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβάλυξ: «σκαμβός. στρεβλὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκαμβός, στρεβλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + επίθημα -α-λ-υξ (πρβλ. πομφό-λ-υξ, ταρβ-άλ-υξ, φεψ-άλ-υξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. σκάμβ-αλος].