σφάνιον: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfanion
|Transliteration C=sfanion
|Beta Code=sfa/nion
|Beta Code=sfa/nion
|Definition=[[κλινίδιον]], Hsch.; cf. <b class="b3">ἐν σφανίῳ· ἐν κλιναρίῳ</b>, Id. (Perh. σφᾱνιον, Dor. etc. for [[Σφήνιον]], abbrev. for [[σφηνόπους]], q.v.)
|Definition=[[κλινίδιον]], Hsch.; cf. <b class="b3">ἐν σφανίῳ· ἐν κλιναρίῳ</b>, Id. (Perh. σφᾱνιον, Dor. etc. for [[Σφήνιον]], abbrev. for [[σφηνόπους]], [[quod vide|q.v.]])
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[σφάνιον]]<br />[[κλινίδιον]]» <br />β) «ἐν σφανίῳ<br />ἐν κλιναρίῳ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συντετμημένος τ. του συνθ. [[σφηνόπους]] <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> (πιθ. δωρ. τ. του αμάρτυρου <i>σφήνιον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[σφάνιον]]<br />[[κλινίδιον]]» <br />β) «ἐν σφανίῳ<br />ἐν κλιναρίῳ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συντετμημένος τ. του συνθ. [[σφηνόπους]] <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> (πιθ. δωρ. τ. του αμάρτυρου <i>σφήνιον</i>)].
}}
}}

Revision as of 18:25, 5 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφάνιον Medium diacritics: σφάνιον Low diacritics: σφάνιον Capitals: ΣΦΑΝΙΟΝ
Transliteration A: sphánion Transliteration B: sphanion Transliteration C: sfanion Beta Code: sfa/nion

English (LSJ)

κλινίδιον, Hsch.; cf. ἐν σφανίῳ· ἐν κλιναρίῳ, Id. (Perh. σφᾱνιον, Dor. etc. for Σφήνιον, abbrev. for σφηνόπους, q.v.)

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον
κλινίδιον»
β) «ἐν σφανίῳ
ἐν κλιναρίῳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. του συνθ. σφηνόπους < σφήν, -ηνός (πιθ. δωρ. τ. του αμάρτυρου σφήνιον)].