τρυγήτρια: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠγήτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[τρυγητήρ]], Δημ. 1313. 6, Δίων Χρυσ. 7, τ. 1, σ. 260, [[Πολυδ]]. Α΄, 222.
|lstext='''τρῠγήτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[τρυγητήρ]], Δημ. 1313. 6, Δίων Χρυσ. 7, τ. 1, σ. 260, Πολυδ. Α΄, 222.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγήτρια Medium diacritics: τρυγήτρια Low diacritics: τρυγήτρια Capitals: ΤΡΥΓΗΤΡΙΑ
Transliteration A: trygḗtria Transliteration B: trygētria Transliteration C: trygitria Beta Code: trugh/tria

English (LSJ)

ἡ, fem. of τρυγητήρ, D.57.45, Poll.1.222.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ τρυγητήρ, Δημ. 1313. 6, Δίων Χρυσ. 7, τ. 1, σ. 260, Πολυδ. Α΄, 222.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. τρυγητής.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγήτρια: ἡ сборщица винограда, жница Dem.