λεπρώ: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α λεπρῶ, -άω και -όω) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι από [[λέπρα]] ή [[πάσχω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> (συν. στη μέσ.) <i>λεποῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λεπιδωτός]] ή [[τραχύς]] («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).
|mltxt=(Α λεπρῶ, -άω και -όω) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι από [[λέπρα]] ή [[πάσχω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> (συν. στη μέσ.) <i>λεπροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λεπιδωτός]] ή [[τραχύς]] («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).
}}
}}

Latest revision as of 18:28, 24 October 2020

Greek Monolingual

(Α λεπρῶ, -άω και -όω) λέπρα
1. προσβάλλομαι από λέπρα ή πάσχω από αυτήν
2. (συν. στη μέσ.) λεπροῦμαι, -όομαι
γίνομαι λεπρός
αρχ.
γίνομαι λεπιδωτός ή τραχύς («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).