τέτρωρον: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetroron | |Transliteration C=tetroron | ||
|Beta Code=te/trwron | |Beta Code=te/trwron | ||
|Definition=τό, (ὅρος) <span class="sense"> | |Definition=τό, (ὅρος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[plot of ground marked out by four boundaries]], Tab.Heracl.1.90,159: also τέτρωρος, ὁ, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1060.18</span> (i B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:20, 31 December 2020
English (LSJ)
τό, (ὅρος) A plot of ground marked out by four boundaries, Tab.Heracl.1.90,159: also τέτρωρος, ὁ, BGU1060.18 (i B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
τέτρωρον: τό, (ὅρος) μέρος γῆς ὁριζόμενον διὰ τεσσάρων ὅρων, ὁροθετικῶν σημείων, Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 90, 159.
Greek Monolingual
τὸ, και τέτρωρος, ὁ, Α
μέρος γης το οποίο ορίζεται από τέσσερα σημεία («ἀπό τᾱς τριακονταπέδω τᾱς διὰ τῶν τετρώρων ἀγώσας», Ηρακλεωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὅρος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].