άγλις: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄγλις]] (-ιθος και -ιδος) και ἀγλίς (- | |mltxt=[[ἄγλις]] (-ιθος και -ιδος) και ἀγλίς (-ῖθος), η (AM)<br /><b>1.</b> [[σκελίδα]] σκόρδου<br /><b>2.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>αἱ [[ἄγλιθες]]<br />το [[κεφάλι]] σκόρδου και οι σκελίδες που το αποτελούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το [[γέλγις]], που έχει την [[ίδια]] [[σημασία]]]. | ||
}} | }} |