εὐεξέλεγκτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[εὐεξέλεγκτος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον [[σόφισμα]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εξ</i>-<i>ελεγκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i>-[[ελέγχω]]), | |mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[εὐεξέλεγκτος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον [[σόφισμα]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εξ</i>-<i>ελεγκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i>-[[ελέγχω]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>εξ</i>-<i>έλεγκτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A easy to refute, Pl.Hp.Ma.293d.
German (Pape)
[Seite 1064] verstärktes εὐέλεγκτος, Plat. Hipp. mai. 293 d; Apol. 33 c = leicht zu erforschen, bessere Lesart εὐέλεγκτα.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεξέλεγκτος: -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D.
Greek Monolingual
-η, -ον (ΑΜ εὐεξέλεγκτος, -ον)
αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον σόφισμα», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εξ-ελεγκτος (< εξ-ελέγχω), πρβλ. αν-εξ-έλεγκτος].
Russian (Dvoretsky)
εὐεξέλεγκτος: легко доказуемый (λίαν εὐήθης τε χαὶ εὐ. Plat.).