μεταδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδέχομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]], Ἐκκλ.
|lstext='''μεταδέχομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] μετὰ [[ταῦτα]], Ἐκκλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ματαδέχομαι (ΑM [[μεταδέχομαι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ νέου<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] αργότερα, ύστερα.
|mltxt=και ματαδέχομαι (ΑM [[μεταδέχομαι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ νέου<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] αργότερα, ύστερα.
}}
}}

Revision as of 11:58, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδέχομαι Medium diacritics: μεταδέχομαι Low diacritics: μεταδέχομαι Capitals: ΜΕΤΑΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: metadéchomai Transliteration B: metadechomai Transliteration C: metadechomai Beta Code: metade/xomai

English (LSJ)

Pass., A to be participated in, ὑπὸ οὐσίας Procl.in Prm. 851 S. (dub. l.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταδέχομαι: ἀποθ., δέχομαι μετὰ ταῦτα, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

και ματαδέχομαι (ΑM μεταδέχομαι)
νεοελλ.-μσν.
δέχομαι κάποιον ή κάτι εκ νέου
αρχ.
δέχομαι κάποιον ή κάτι αργότερα, ύστερα.