νύννιον: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], όπως και τα νεοελλ. [[ναναρίζω]], [[νανουρίζω]]].
|mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι τοῖς παιδίοις τοῖς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], όπως και τα νεοελλ. [[ναναρίζω]], [[νανουρίζω]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύννιον Medium diacritics: νύννιον Low diacritics: νύννιον Capitals: ΝΥΝΝΙΟΝ
Transliteration A: nýnnion Transliteration B: nynnion Transliteration C: nynnion Beta Code: nu/nnion

English (LSJ)

τό, and νύννιος, ὁ, A lullaby, Hsch.

Greek Monolingual

νύννιον, τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπι τοῖς παιδίοις τοῖς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε ονοματοποιία, όπως και τα νεοελλ. ναναρίζω, νανουρίζω].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic Lallwort, cf. NGr. νανναρίζω, ναννουρίζω I rock asleep and Oehl IF 57, 19. DELG's comm. is unclear to me; it refers to νίννιον

Frisk Etymology German

νύννιον: {núnnion}
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι· ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Etymology : Onomatopoetisches Lallwort, vgl. ngr. νανναρίζω, ναννουρίζω ich lulle in Schlaf und Oehl IF 57, 19.
Page 2,327