Anonymous

σφαραγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰρᾰγέομαι''': ἀποθ., [[σίζω]] [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος, ὡς [[ὅταν]] ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, [[διότι]] οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. [[σφάραγος]].
|lstext='''σφᾰρᾰγέομαι''': ἀποθ., [[σίζω]] μετὰ βρασμοῦ τινος, ὡς [[ὅταν]] ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον μετὰ βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, [[διότι]] οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. [[σφάραγος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly