ἀποκολπόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποκολπόομαι:''' образовывать залив (ὁ Ὠκεανὸς ἀποκολπούμενος [[τρία]] ποιεῖ πελάγη Arst.). | |elrutext='''ἀποκολπόομαι:''' [[образовывать залив]] (ὁ Ὠκεανὸς ἀποκολπούμενος [[τρία]] ποιεῖ πελάγη Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 20 August 2022
English (LSJ)
Pass., A form a bay, Arist.Mu.393a26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκολπόομαι: παθ., σχηματίζω κόλπον, ἐπὶ θάτερα δὲ οὐχ ὁμοίως ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 9.
Spanish (DGE)
formar un golfo del Océano Atlántico ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arist.Mu.393a26.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκολπόομαι: образовывать залив (ὁ Ὠκεανὸς ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arst.).