ἄδοξος: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[άσημος]], [[ταπεινός]], αυτός που έχει κακή [[φήμη]], σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για πρόσωπα, [[άσημος]], [[ταπεινός]], αυτός που δεν έχει ευγενική [[καταγωγή]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-ξως</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἄδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[άσημος]], [[ταπεινός]], αυτός που έχει κακή [[φήμη]], σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για πρόσωπα, [[άσημος]], [[ταπεινός]], αυτός που δεν έχει ευγενική [[καταγωγή]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-ξως</i>, σε Πλούτ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄδοξος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει καλή [[δόξα]], [[αναγνώριση]] και [[υπόληψη]], [[αφανής]], [[άσημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόστυχος]], [[αισχρός]], [[ατιμωτικός]]<br /><b>2.</b> [[απίθανος]], [[απροσδόκητος]]<br /><b>3.</b> (για τους ευνούχους) [[αξιοκαταφρόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δόξα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδοξία]], <i>ἀδοξῶ</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru