ἐξακουστέον: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξακουστέον''': ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ἐξακούειν, ὑπονοεῖν, τοὺς Ἕλληνας [[ἐξακουστέον]] Κλήμ. Ἀλ. 733· παρὰ Γραμμ., δεῖ ἐξυπακούειν, «[[ἔξωθεν]] [[ἐξακουστέον]] τὸν Ὀλυμπιακὸν ἀγῶνα», Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ὀλ. 1. 157· δεῖ προσέχειν, | |lstext='''ἐξακουστέον''': ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ἐξακούειν, ὑπονοεῖν, τοὺς Ἕλληνας [[ἐξακουστέον]] Κλήμ. Ἀλ. 733· παρὰ Γραμμ., δεῖ ἐξυπακούειν, «[[ἔξωθεν]] [[ἐξακουστέον]] τὸν Ὀλυμπιακὸν ἀγῶνα», Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ὀλ. 1. 157· δεῖ προσέχειν, μετὰ γεν., οὐ γὰρ μύθων παιδικῶν [[ἐξακουστέον]] Κλήμ. Ἀλ. σ. 356. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:00, 20 April 2021
English (LSJ)
Gramm., A one must understand (a word), Sch.Pi.O. 1.157 (v.l.), Sch.Str.7.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξακουστέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ἐξακούειν, ὑπονοεῖν, τοὺς Ἕλληνας ἐξακουστέον Κλήμ. Ἀλ. 733· παρὰ Γραμμ., δεῖ ἐξυπακούειν, «ἔξωθεν ἐξακουστέον τὸν Ὀλυμπιακὸν ἀγῶνα», Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ὀλ. 1. 157· δεῖ προσέχειν, μετὰ γεν., οὐ γὰρ μύθων παιδικῶν ἐξακουστέον Κλήμ. Ἀλ. σ. 356.
Spanish (DGE)
1 hay que escuchar, hay que prestar atención ὅπερ καὶ μᾶλλον ἐ. Clem.Al.Paed.1.5.20, cf. Phlp.in GC 83.12, c. gen. οὐ γὰρ μύθων παιδικῶν ἐ. Clem.Al.Strom.1.29.180.
2 hay que entender, hay que interpretar c. or. de inf. δεδειγμένου ... ὅπως κλέπτας εἰρῆσθαι πρὸς τοῦ κυρίου τοὺς Ἕλληνας ἐ. habiendo yo demostrado cómo debe entenderse que los griegos paganos sean llamados ladrones por el Señor Clem.Al.Strom.5.14.140, c. gen. οὕτω ... ὡς θεωρήματος ἐ. τοῦ λόγου Olymp.in Cat.62.1.
Greek Monolingual
βλ. εξακούω.