Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνῃρημένως: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synirimenos
|Transliteration C=synirimenos
|Beta Code=sunh|rhme/nws
|Beta Code=sunh|rhme/nws
|Definition=Adv., (< [[συναιρέω]]) [[in general]], Ammon. ''Diff.'' p. 63 V., etc.<br><b class="num"></b>[[by contraction]], Hsch. s.v. [[ἅλιον]].
|Definition=Adv., (< [[συναιρέω]]) [[in general]], Ammon. ''Diff.'' p. 63 V., etc.<br><b class="num"></b>[[by contraction]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἅλιον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνῃρημένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συναιρέω]], περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· [[καθόλου]], γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, [[ἔνθα]]: «ἅλιον... [[συνῃρημένως]] ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον».
|lstext='''συνῃρημένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συναιρέω]], περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· [[καθόλου]], γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, [[ἔνθα]]: «ἅλιον... [[συνῃρημένως]] ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον».
}}
}}

Revision as of 17:54, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῃρημένως Medium diacritics: συνῃρημένως Low diacritics: συνηρημένως Capitals: ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synēirēménōs Transliteration B: synērēmenōs Transliteration C: synirimenos Beta Code: sunh|rhme/nws

English (LSJ)

Adv., (< συναιρέω) in general, Ammon. Diff. p. 63 V., etc.
by contraction, Hsch. s.v. ἅλιον.

Greek (Liddell-Scott)

συνῃρημένως: Ἐπίρρ. τοῦ συναιρέω, περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· καθόλου, γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, ἔνθα: «ἅλιον... συνῃρημένως ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον».