3,277,636
edits
(6_6) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=συνῃρημένως | |||
|Medium diacritics=συνῃρημένως | |||
|Low diacritics=συνηρημένως | |||
|Capitals=ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΣ | |||
|Transliteration A=synēirēménōs | |||
|Transliteration B=synērēmenōs | |||
|Transliteration C=synirimenos | |||
|Beta Code=sunh|rhme/nws | |||
|Definition=Adv., (< [[συναιρέω]]) [[in general]], Ammon. ''Diff.'' p. 63 V., etc.<br><b class="num"></b>[[by contraction]], Hsch. s.v. [[ἅλιον]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνῃρημένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συναιρέω]], περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· [[καθόλου]], γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, [[ἔνθα]]: «ἅλιον... [[συνῃρημένως]] ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον». | |lstext='''συνῃρημένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συναιρέω]], περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· [[καθόλου]], γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, [[ἔνθα]]: «ἅλιον... [[συνῃρημένως]] ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον». | ||
}} | }} |