Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνῃρημένως

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῃρημένως Medium diacritics: συνῃρημένως Low diacritics: συνηρημένως Capitals: ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synēirēménōs Transliteration B: synērēmenōs Transliteration C: synirimenos Beta Code: sunh|rhme/nws

English (LSJ)

Adv., (< συναιρέω) in general, Ammon. Diff. p. 63 V., etc.
by contraction, Hsch. s.v. ἅλιον.

Greek (Liddell-Scott)

συνῃρημένως: Ἐπίρρ. τοῦ συναιρέω, περιληπτικῶς, Φωτ. Βιβλ. 323. 9· καθόλου, γενικῶς, Ἀμμώνιος σ. 63 ἐν τέλει. 2) διὰ συναιρέσεως, κατὰ συναίρεσιν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἅλιον, ἔνθα: «ἅλιον... συνῃρημένως ἀπὸ τοῦ ἀλήϊον».

German (Pape)

adv. part. perf. pass. von συναιρέω, zusammengezogen, Sp., bes. Gramm.