3,260,982
edits
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτροπεύω''': εἶμαι [[ἐπίτροπος]], [[ἐπιτροπεύω]], [[διευθύνω]], φυλάττω, ἐπιστατῶ, 1) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 134, Ξεν. Οἰκ. 12, 8., 13, 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 519, κτλ.· τινὶ Πλάτ. Νόμ. 849Β. 2) | |lstext='''ἐπιτροπεύω''': εἶμαι [[ἐπίτροπος]], [[ἐπιτροπεύω]], [[διευθύνω]], φυλάττω, ἐπιστατῶ, 1) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 134, Ξεν. Οἰκ. 12, 8., 13, 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 519, κτλ.· τινὶ Πλάτ. Νόμ. 849Β. 2) μετὰ γεν., Λεωβώτεω Ἡρόδ. 1. 65· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χώρας, Αἰγύπτου ἐπ. ὁ αὐτ. 3. 15· τοῦ πλήθεος [[αὐτόθι]] 82· Βαβυλῶνος ὁ αὐτ. 7. 62· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ., τῆς χώρας ἧς ἐπετροπεύοντο Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 6. 3) μετ’ αἰτ., κυβερνῶ, διοικῶ, τὴν πατρίδα Ἡρόδ. 3. 36· τὴν πόλιν ὁ αὐτ. 8. 127, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 519Β· τὸν δῆμον οἷός τ’ ἐπιτροπεύειν εἴμ’ ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἱππ. 212. 426, 949· τὴν κτῆσιν Πλάτ. Νόμ. 877C· μετ’ αἰτ. προσ., ἐπ. τινά, εἶμαι [[φύλαξ]] καὶ ἐπίτροπός τινος, Θουκ. 1. 132, Λυσ. 116. 31. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἐπιτρόπους, ὁ αὐτ. 894. 3, Ἰσαῖος 36. 7. κλ.· κακῶς... ἐπιτροπευθῆναι Πλάτ. Νόμ. 928C, πρβλ. Δημ. 814. 27· [[οὕτως]] ἐπιτροπευθεὶς ὁ αὐτ. 829. 9. ΙΙ = [[ἐπιτρέπω]], δίαιταν Ἰσ. 54. 6. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |