ἐπιτροπεύω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
A to be an administrator, be a guardian, etc.
1 abs., Hdt.1.134, X.Oec.12.8, 13.1, IG3.392, etc.; τινί for one, Pl.Lg.849b.
2 c. gen., Λεωβώτεω Hdt.1.65; Αἰγύπτου ἐ. Id.3.15; τοῦ πλήθεος ib.82; Βαβυλῶνος Id.7.62; τινός PSI4.281.30 (ii A.D.); χώρας J.AJ11.4.6 (Med., v.l. Act.).
3 c. acc., govern, manage, τὴν πατρίδα Hdt.3.36; πόλιν Id.8.127, Pl.R. 519c; τὸν δῆμον Ar.Eq.212, al.; τὴν κτῆσιν Pl.Lg.877c:—Pass., to be managed by bailiffs, Arist.Oec.1345a8.
b c. acc. pers., ἐ. τινά to be guardian and regent for him, Th.1.132, Lys.10.5:—Pass., to be under guardians, Is.1.10; ὑπό τινων SIG364.58 (Ephesus, iii B. C.), etc.; κακῶς.. ἐπιτροπευθῆναι to be ill-treated by one's guardians, Pl.Lg.928c, cf. D.27.5; αἰσχρῶς ἐπιτετροπευμένους ὑπὸ τοῦ πάππου Lys.32.3: metaph., ὁ σοφὸς ἐπιτροπεύεται ὑπὸ θεοῦ Porph. Marc.16.
4 in Roman Law, to be procurator, IG14.911, Plu. 2.471a, etc.; τῆς Ἰουδαίας v.l.in Ev.Luc.3.1.
b act as agent, represent a person's interest, Mitteis Chr.372ii2 (ii A. D.).
II = ἐπιτρέπω, grant, allow, δίαιταν Is.5.31 codd. ἐπιτροπέω, = ἐπιτρέπω, dub. in Pl.Com. 265.
German (Pape)
[Seite 996] ein ἐπίτροπος sein, Verwalter, Vormund, Statthalter sein, absolut, Her. u. A.; τῆς Αἰγύπτου, Her. 7, 7 u. öfter; Λεωβώτεω, 3, 36 u. Sp.; – τὴν πόλιν, verwalten, Her. 8, 127; u. so gew. bei den Attikern, τὰ ἐν τῷ τόπῳ, τὴν κτῆσιν, Plat. Rep. VII, 516 b Legg. IX, 877 b; pass., ἐὰν ἡγῆται κακῶς ἐπιτροπευθῆναι, bevormundet zu sein, XI, 928 c; vgl. Lys. 10, 5; Is. 1, 9; Dem. 7, 5; τινά, Jemandes Vormund sein, Thuc. 1, 132. – Auch = ἐπιτρέπω, δίαιταν Isae. 5, 31.
French (Bailly abrégé)
être intendant ou gouverneur : τινος d'un pays, d'une ville, etc., ou de qqn ; avec acc. : πόλιν HDT administrer une ville ; τινα être tuteur ou gouverneur de qqn.
Étymologie: ἐπίτροπος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτροπεύω:
1 быть опекуном, уполномоченным, управляющим: ἱκανὸς εἶναι ἐ. Xen. годиться в управляющие; ἐ. τινί Plat. управлять по чьему-л. поручению; ἐ. τινός Her. или τι Her., Arph. управлять чем-л.;
2 заведовать, распоряжаться, ведать (τὴν κτῆσιν Plat.);
3 быть опекуном, опекать (τινά Thuc., Lys., Isae. и τινός Plut.): καχῶς ἐπιτροπευθῆναι Plat. быть плохо опекаемым; ἐπιτετροπευμένος ὑπὸ τοῦ πάππου Lys. находящийся под опекой деда;
4 предоставлять (δίαιταν Isae. - v.l. ἐπιτρέπω).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροπεύω: εἶμαι ἐπίτροπος, ἐπιτροπεύω, διευθύνω, φυλάττω, ἐπιστατῶ, 1) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 134, Ξεν. Οἰκ. 12, 8., 13, 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 519, κτλ.· τινὶ Πλάτ. Νόμ. 849Β. 2) μετὰ γεν., Λεωβώτεω Ἡρόδ. 1. 65· ὡσαύτως ἐπὶ χώρας, Αἰγύπτου ἐπ. ὁ αὐτ. 3. 15· τοῦ πλήθεος αὐτόθι 82· Βαβυλῶνος ὁ αὐτ. 7. 62· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ., τῆς χώρας ἧς ἐπετροπεύοντο Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 6. 3) μετ’ αἰτ., κυβερνῶ, διοικῶ, τὴν πατρίδα Ἡρόδ. 3. 36· τὴν πόλιν ὁ αὐτ. 8. 127, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 519Β· τὸν δῆμον οἷός τ’ ἐπιτροπεύειν εἴμ’ ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἱππ. 212. 426, 949· τὴν κτῆσιν Πλάτ. Νόμ. 877C· μετ’ αἰτ. προσ., ἐπ. τινά, εἶμαι φύλαξ καὶ ἐπίτροπός τινος, Θουκ. 1. 132, Λυσ. 116. 31. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἐπιτρόπους, ὁ αὐτ. 894. 3, Ἰσαῖος 36. 7. κλ.· κακῶς... ἐπιτροπευθῆναι Πλάτ. Νόμ. 928C, πρβλ. Δημ. 814. 27· οὕτως ἐπιτροπευθεὶς ὁ αὐτ. 829. 9. ΙΙ = ἐπιτρέπω, δίαιταν Ἰσ. 54. 6.
Greek Monolingual
(AM ἐπιτροπεύω) επιτροπή
ασκώ καθήκοντα επιτρόπου, είμαι επίτροπος, επιστατώ, διευθύνω («ἦ τούτου ἕνεκα ἱκανὸς ἔσται ἐπιτροπεύειν;», Ξεν.)
αρχ.
1. (με γεν.) διοικώ, κυβερνώ
2. (με αιτ.) διευθύνω, κυβερνώ, προΐσταμαι («θαυμάζω δ’ ὅπως τὸν δῆμον οἷός τ’ ἐπιτροπεύειν εἶμ’ ἐγώ», Αριστοφ.)
3. (με αιτ. προσ.) είμαι φύλακας, επίτροπος κάποιου («ὄντα βασιλέα καὶ νέον ἔτι ἀνεψιὸς ὢν ἐπετρόπευεν», Θουκ.)
4. (στο ρωμ. δίκ.) είμαι επίτροπος
5. αντιπροσωπεύω τα συμφέροντα κάποιου
6. επιτρέπω, δίνω, ορίζω.
Greek Monotonic
ἐπιτροπεύω: (ἐπίτροπος), είμαι θεματοφύλακας, είμαι διοικητής, διαχειριστής, διατελώ ως φρουρός, επίτροπος, κηδεμόνας, είμαι λειτουργός, έφορος, διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ, πατρίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἐπιτροπεύω τινά, είμαι φύλακας και κηδεμόνας του, σε Θουκ. — Παθ., κακῶς ἐπιτροπευθῆναι, μεταχειρίζομαι άσχημα από τους επιτρόπους μου, σε Δημ.
Middle Liddell
ἐπίτροπος
1. to be a trustee, administrator, guardian, governor, Hdt., Xen.
2. c. acc. to govern, administer, πατρίδα Hdt., Ar., etc.; ἐπ. τινά to be his guardian, Thuc.:—Pass., κακῶς ἐπιτροπευθῆναι to be ill treated by one's guardians, Dem.
Chinese
原文音譯:¹gšomai 赫給哦買
詞類次數:動詞(28)
原文字根:帶領 相當於: (סֶגֶן) (סָרַר / שַׂר)
字義溯源:領導,君王,作宰相,作首領,為首領,領首,引導,尊重,思考,想,當以,當作,看作,看待,以為,計算;源自(ἄγω)*=帶領)。參讀 (ἄγω)同義字參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(28);太(1);路(1);徒(4);林後(1);腓(6);帖前(1);帖後(1);提前(2);來(6);雅(1);彼後(4)
譯字彙編:
1) 我想(2) 林後9:5; 腓2:25;
2) 引導(2) 來13:17; 來13:24;
3) 當作(2) 腓3:7; 來10:29;
4) 我以為(1) 彼後1:13;
5) 以為(1) 雅1:2;
6) 他看作(1) 來11:26;
7) 他們以(1) 彼後2:13;
8) 以為是(1) 彼後3:9;
9) 引導⋯人(1) 來13:7;
10) 我⋯當作(1) 腓3:8;
11) 我⋯以為(1) 徒26:2;
12) 算為(1) 彼後3:15;
13) 她以為(1) 來11:11;
14) 他以(1) 提前1:12;
15) 作首領的(1) 徒15:22;
16) 領首(1) 徒14:12;
17) 作宰相(1) 徒7:10;
18) 為首領的(1) 路22:26;
19) 看(1) 腓2:3;
20) 以(1) 腓2:6;
21) 一位君王(1) 太2:6;
22) 看待(1) 帖後3:15;
23) 尊重(1) 帖前5:13;
24) 看作(1) 腓3:8;
25) 當以(1) 提前6:1
Lexicon Thucydideum
tutorem esse, to act as guardian, 1.132.1, [olim formerly ἐπετρόπευσεν].
Translations
entrust
Bulgarian: поверявам; Catalan: confiar; Danish: betro; Dutch: toevertrouwen; Esperanto: konfidi, alkonfidi; Finnish: antaa huostaan, antaa hoidettavaksi, antaa tehtäväksi; French: confier; German: anvertrauen; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌿𐌱𐌾𐌰𐌽; Greek: εμπιστεύομαι; Ancient Greek: ἀνατίθημι, ἀντεπιτίθημι, διαπαραδίδωμι, διαπιστεύω, ἐγκαθίημι, ἐγχειρίζω, εἰσχειρίζω, ἐμπιστεύω, ἐπιτρέπω, ἐπιτροπεύω, ἐπιτρωπάω, ἐπιτρωπῶ, θαρρέω, θαρρῶ, θαρσέω, θαρσῶ, καταπιστεύω, παρακατατίθημι, παρατίθημι, παρεγγυῶ, πιστεύω; Hungarian: bíz, megbíz; Ido: konfidar; Indonesian: mempercayakan, menitip; Irish: cuir in iontaoibh, lig ar iontaoibh le; Old Irish: ad·noí; Italian: confidare; Kurdish Central Kurdish: سپاردن; Latin: commendo; Latvian: uzticēt; Middle English: recomaunden, comaunden, recommenden; Ottoman Turkish: اینانمق; Polish: powierzyć; Portuguese: confiar; Russian: доверять, доверить; Spanish: encomendar, confiar; Swedish: anförtro, ombetro, betro, förtro; Telugu: ఒప్పగించు; Turkish: emanet etmek; Ukrainian: довіряти, дові́рити