μάχαιρα: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μάχαιρα]])<br /><b>1.</b> όργανο με [[λαβή]] και μεταλλική [[λεπίδα]], κοφτερή στη μια [[ακμή]] της, το οποίο χρησιμοποιείται για [[κόψιμο]], [[μαχαίρι]]<br /><b>2.</b> πολεμικό [[εγχειρίδιο]], μικρό [[ξίφος]]<br /><b>3.</b> (ως μεγεθ.) μεγάλο [[μαχαίρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «[[μεσόστεος]] [[μάχαιρα]]» — δίκοπο [[μαχαίρι]] για την [[κοπή]] τών αρθρώσεων<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβης» — λέγεται για τις περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες το ένα [[κακό]] ανταποδίδεται με [[άλλο]] [[κακό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάθη]], καμπύλο [[ξίφος]] («ἐπιδεῑξαι αὐτὸν ἔφη πολλὰς μὲν μαχαίρας πολλὰ δὲ [[ξίφη]], πολλοὺς δὲ ὀβελίσκους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] του [[ήπατος]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[τιμωρητικός]] [[λόγος]], [[λόγος]] που σφάζει<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «Δελφικὴ [[μάχαιρα]]»<br />i) [[είδος]] μαχαιριού για ποικίλες χρήσεις<br />ii) <b>μτφ.</b> [[λαίμαργος]]<br />β) «[[μάχαιρα]] ἱππική» — το [[ξίφος]] του ιππέα<br />γ) «οἱ ἐπὶ τῆς μαχαίρας» — [[είδος]] σωματοφυλάκων<br />δ) «οἱ ἐπὶ μαχαίρας τασσόμενοι» — αυτοί που είχαν [[εξουσία]] ζωής ή θανάτου<br />ε) «διὰ μαχαιρῶν καὶ [[πυρός]]» — με τα πιο [[φρικτά]] βασανιστήρια [[μέσα]]<br />στ) «ἡ [[μάχαιρα]] τοῦ πνεύματος» — η [[πνευματικότητα]], η [[οξύνοια]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «μαχαίρᾳ πῡρ μὴ σκαλεύειν» — λεγόταν για [[αποτροπή]] ερεθισμού ή πρόκλησης τών κακών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. (<span style="color: red;"><</span> <i>μαχαρ</i>-<i>jα</i>) με [[επίθημα]] -<i>ja</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γέραιρα]], [[χίμαιρα]]). Η λ. έχει συνδεθεί με το ρ. [[μάχομαι]] και με τη λ. [[μάγειρος]]. Η [[υπόθεση]], εξάλλου, ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από τη Σημιτική (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>mek</i><i>ē</i><i>r</i><i>ā</i>) [[είναι]] [[επίσης]] ελάχιστα πιθανή, [[καθώς]] έχει διατυπωθεί και η αντίθετη [[άποψη]], ότι δηλ. ο εβρ. τ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>machaera</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαχαιράς]], [[μαχαίρι]], [[μαχαιρίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχαιρίων]], [[μαχαιρωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μαχαιροθήκη]], [[μαχαιροποιός]], [[μαχαιροφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχαιροδέτης]], [[μαχαιρομαχώ]], [[μαχαιροπώλης]], [[μαχαιροφόνος]], [[μαχαιροφορά]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαχαιροκοπώ]]. (Β' συνθετικό) (σε -[[μάχαιρα]]): <b>αρχ.</b> [[δρεπανομάχαιρα]], [[εγγαστριμάχαιρα]], [[ξιφομάχαιρα]]<br />(σε -<i>μάχαιρος</i>): <b>αρχ.</b> [[αμάχαιρος]], [[διμάχαιρος]].
|mltxt=η (ΑM [[μάχαιρα]])<br /><b>1.</b> όργανο με [[λαβή]] και μεταλλική [[λεπίδα]], κοφτερή στη μια [[ακμή]] της, το οποίο χρησιμοποιείται για [[κόψιμο]], [[μαχαίρι]]<br /><b>2.</b> πολεμικό [[εγχειρίδιο]], μικρό [[ξίφος]]<br /><b>3.</b> (ως μεγεθ.) μεγάλο [[μαχαίρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «[[μεσόστεος]] [[μάχαιρα]]» — δίκοπο [[μαχαίρι]] για την [[κοπή]] τών αρθρώσεων<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβης» — λέγεται για τις περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες το ένα [[κακό]] ανταποδίδεται με [[άλλο]] [[κακό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάθη]], καμπύλο [[ξίφος]] («ἐπιδεῑξαι αὐτὸν ἔφη πολλὰς μὲν μαχαίρας πολλὰ δὲ [[ξίφη]], πολλοὺς δὲ ὀβελίσκους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] του [[ήπατος]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[τιμωρητικός]] [[λόγος]], [[λόγος]] που σφάζει<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «Δελφικὴ [[μάχαιρα]]»<br />i) [[είδος]] μαχαιριού για ποικίλες χρήσεις<br />ii) <b>μτφ.</b> [[λαίμαργος]]<br />β) «[[μάχαιρα]] ἱππική» — το [[ξίφος]] του ιππέα<br />γ) «οἱ ἐπὶ τῆς μαχαίρας» — [[είδος]] σωματοφυλάκων<br />δ) «οἱ ἐπὶ μαχαίρας τασσόμενοι» — αυτοί που είχαν [[εξουσία]] ζωής ή θανάτου<br />ε) «διὰ μαχαιρῶν καὶ [[πυρός]]» — με τα πιο [[φρικτά]] βασανιστήρια [[μέσα]]<br />στ) «ἡ [[μάχαιρα]] τοῦ πνεύματος» — η [[πνευματικότητα]], η [[οξύνοια]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «μαχαίρᾳ πῡρ μὴ σκαλεύειν» — λεγόταν για [[αποτροπή]] ερεθισμού ή πρόκλησης τών κακών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. (<span style="color: red;"><</span> <i>μαχαρ</i>-<i>jα</i>) με [[επίθημα]] -<i>ja</i>- ([[πρβλ]]. [[γέραιρα]], [[χίμαιρα]]). Η λ. έχει συνδεθεί με το ρ. [[μάχομαι]] και με τη λ. [[μάγειρος]]. Η [[υπόθεση]], εξάλλου, ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από τη Σημιτική ([[πρβλ]]. εβρ. <i>mek</i><i>ē</i><i>r</i><i>ā</i>) [[είναι]] [[επίσης]] ελάχιστα πιθανή, [[καθώς]] έχει διατυπωθεί και η αντίθετη [[άποψη]], ότι δηλ. ο εβρ. τ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>machaera</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαχαιράς]], [[μαχαίρι]], [[μαχαιρίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχαιρίων]], [[μαχαιρωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μαχαιροθήκη]], [[μαχαιροποιός]], [[μαχαιροφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχαιροδέτης]], [[μαχαιρομαχώ]], [[μαχαιροπώλης]], [[μαχαιροφόνος]], [[μαχαιροφορά]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαχαιροκοπώ]]. (Β' συνθετικό) (σε -[[μάχαιρα]]): <b>αρχ.</b> [[δρεπανομάχαιρα]], [[εγγαστριμάχαιρα]], [[ξιφομάχαιρα]]<br />(σε -<i>μάχαιρος</i>): <b>αρχ.</b> [[αμάχαιρος]], [[διμάχαιρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm