Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενθώ: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πενθῶ, -έω, ΝΜΑ [[πένθος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[βαθιά]] ψυχική [[οδύνη]] και [[θρηνώ]] για μια [[μεγάλη]] [[συμφορά]] και, [[κυρίως]], για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[πένθος]], [[είμαι]] σε [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[φέρω]] τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το [[τυπικό]], δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα, [[πενθηφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>πενθοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[είμαι]] [[αντικείμενο]] πένθους, μέ θρηνούν.
|mltxt=[[πενθῶ]], [[πενθέω]], ΝΜΑ [[πένθος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[βαθιά]] ψυχική [[οδύνη]] και [[θρηνώ]] για μια [[μεγάλη]] [[συμφορά]] και, [[κυρίως]], για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[πένθος]], [[είμαι]] σε [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[φέρω]] τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το [[τυπικό]], δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα, [[πενθηφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>[[πενθοῦμαι]]</i>, [[πενθέομαι]]<br />[[είμαι]] [[αντικείμενο]] πένθους, μέ θρηνούν.
}}
}}

Latest revision as of 19:53, 31 July 2022

Greek Monolingual

πενθῶ, πενθέω, ΝΜΑ πένθος
1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.)
2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος
3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το τυπικό, δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη ταινία στον βραχίονα, πενθηφορώ
αρχ.
παθ. πενθοῦμαι, πενθέομαι
είμαι αντικείμενο πένθους, μέ θρηνούν.