Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορίαννο: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κορίαννον]] και κορίαμβλον)<br />το [[φυτό]] [[κορίανδρο]] («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον [[κορίαννον]], τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].
|mltxt=το (Α [[κορίαννον]] και κορίαμβλον)<br />το [[φυτό]] [[κορίανδρο]] («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον [[κορίαννον]], τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

το (Α κορίαννον και κορίαμβλον)
το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)
αρχ.
δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].