κορίαννο: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι") |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κορίαννον]] και κορίαμβλον)<br />το [[φυτό]] [[κορίανδρο]] («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον [[κορίαννον]], τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», <b> | |mltxt=το (Α [[κορίαννον]] και κορίαμβλον)<br />το [[φυτό]] [[κορίανδρο]] («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον [[κορίαννον]], τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως]. | ||
}} | }} |