σύμφυρση: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η /[[σύμφυρσις]], -ύρσεως, ΝΜΑ [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[συμφυρμός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[σύγχυση]] («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η /[[σύμφυρσις]], -ύρσεως, ΝΜΑ [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[συμφυρμός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[σύγχυση]] («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).
|mltxt=η /[[σύμφυρσις]], -ύρσεως, ΝΜΑ [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[συμφυρμός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[σύγχυση]] («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 27 September 2022

Greek Monolingual

η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ συμφύρω
1. συμφυρμός
2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).