συγκαλώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκαλῶ, -έω, ΝΜΑ [[καλῶ]]<br />[[καλώ]] [[πολλά]] άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για [[σύσκεψη]] και [[λήψη]] αποφάσεων (α. «ο [[πρόεδρος]] συγκαλεί τα [[μέλη]] του συμβουλίου σε έκτακτη [[συνεδρίαση]]» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον [[μαζί]] με άλλους σε [[συμπόσιο]] («συνεκάλεσε δὲ αὐτοῖς καὶ Ἀρτάβαζον τὸν Μήδον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[καλώ]] κάποιον να έλθει [[κοντά]] μου («συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς [[δώδεκα]] μαθητὰς αὐτοῡ», ΚΔ).
|mltxt=συγκαλῶ, -έω, ΝΜΑ [[καλῶ]]<br />[[καλώ]] [[πολλά]] άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για [[σύσκεψη]] και [[λήψη]] αποφάσεων (α. «ο [[πρόεδρος]] συγκαλεί τα [[μέλη]] του συμβουλίου σε έκτακτη [[συνεδρίαση]]» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον [[μαζί]] με άλλους σε [[συμπόσιο]] («συνεκάλεσε δὲ αὐτοῖς καὶ Ἀρτάβαζον τὸν Μήδον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[καλώ]] κάποιον να έλθει [[κοντά]] μου («συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς [[δώδεκα]] μαθητὰς αὐτοῦ», ΚΔ).
}}
}}

Latest revision as of 19:15, 1 January 2022

Greek Monolingual

συγκαλῶ, -έω, ΝΜΑ καλῶ
καλώ πολλά άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων (α. «ο πρόεδρος συγκαλεί τα μέλη του συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», Ηρόδ.)
αρχ.
1. προσκαλώ κάποιον μαζί με άλλους σε συμπόσιο («συνεκάλεσε δὲ αὐτοῖς καὶ Ἀρτάβαζον τὸν Μήδον», Ξεν.)
2. μέσ. συγκαλοῦμαι, -έομαι
καλώ κάποιον να έλθει κοντά μου («συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ», ΚΔ).