εὔτονος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εύτονος]])<br /><b>1.</b> καλά [[τεντωμένος]], [[νευρώδης]], [[ζωηρός]], [[εύρωστος]], [[ακμαίος]]<br /><b>2.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]] και τα [[μέλη]] του) [[ισχυρός]], [[υγιής]], [[αρτιμελής]]<br /><b>3.</b> (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με [[δραστηριότητα]], ο [[έντονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[ειδικός]] όρος της φιλοσ. τών Στωικών) αυτός που έχει ισχυρό τόνο<br /><b>2.</b> (για μηχανές) αυτός που έχει [[ένταση]] ενέργειας<br /><b>3.</b> (για ανέμους) [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[δυνατός]]<br /><b>5.</b> (για πληγές) [[βαθύς]], [[γερός]]<br /><b>6.</b> (για μέταλλα) [[ελαστικός]], [[χαλαρός]] στη [[σύσταση]]<br /><b>7.</b> (για φυτά) αυτός που έχει [[δύναμη]] επενέργειας, [[δραστικός]]<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>9.</b> (για [[βλέμμα]]) [[ζωηρός]], [[εκφραστικός]], με [[ένταση]]<br /><b>10.</b> (για ρήτορα) αυτός που έχει έντονο ρητορικό ύφος, σθεναρή [[ευγλωττία]]<br /><b>11.</b> (για τη [[φωνή]]) αυτός που έχει καλό τόνο<br /><b>12.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εύτονον</i><br />α) η [[ευτονία]], η [[σθεναρότητα]], η [[δύναμη]]<br />β) [[είδος]] κολλυρίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτόνως</i> (ΑΜ <i>ευτόνως</i>)<br />σθεναρά, με [[ένταση]], με ζήλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δραστήρια<br /><b>2.</b> αποφασιστικά, επιτακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τον</i>- του θ. <i>τεν</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τονος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τονος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εύτονος]])<br /><b>1.</b> καλά [[τεντωμένος]], [[νευρώδης]], [[ζωηρός]], [[εύρωστος]], [[ακμαίος]]<br /><b>2.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]] και τα [[μέλη]] του) [[ισχυρός]], [[υγιής]], [[αρτιμελής]]<br /><b>3.</b> (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με [[δραστηριότητα]], ο [[έντονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[ειδικός]] όρος της φιλοσ. τών Στωικών) αυτός που έχει ισχυρό τόνο<br /><b>2.</b> (για μηχανές) αυτός που έχει [[ένταση]] ενέργειας<br /><b>3.</b> (για ανέμους) [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[δυνατός]]<br /><b>5.</b> (για πληγές) [[βαθύς]], [[γερός]]<br /><b>6.</b> (για μέταλλα) [[ελαστικός]], [[χαλαρός]] στη [[σύσταση]]<br /><b>7.</b> (για φυτά) αυτός που έχει [[δύναμη]] επενέργειας, [[δραστικός]]<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>9.</b> (για [[βλέμμα]]) [[ζωηρός]], [[εκφραστικός]], με [[ένταση]]<br /><b>10.</b> (για ρήτορα) αυτός που έχει έντονο ρητορικό ύφος, σθεναρή [[ευγλωττία]]<br /><b>11.</b> (για τη [[φωνή]]) αυτός που έχει καλό τόνο<br /><b>12.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εύτονον</i><br />α) η [[ευτονία]], η [[σθεναρότητα]], η [[δύναμη]]<br />β) [[είδος]] κολλυρίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτόνως</i> (ΑΜ <i>ευτόνως</i>)<br />σθεναρά, με [[ένταση]], με ζήλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δραστήρια<br /><b>2.</b> αποφασιστικά, επιτακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τον</i>- του θ. <i>τεν</i>- ([[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>τονος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τονος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm