εὔτονος

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτονος Medium diacritics: εὔτονος Low diacritics: εύτονος Capitals: ΕΥΤΟΝΟΣ
Transliteration A: eútonos Transliteration B: eutonos Transliteration C: eytonos Beta Code: eu)/tonos

English (LSJ)

εὔτονον, (τείνω)
A well-strung, vigorous, of men's bodies or limbs, Hp.Aph.3.17, Arist.IA710a31, Luc.Anach.24, AP12.216 (Strat.): Comp., Men. 693; of men, εὐτονώτεροι τοῖς σώμασι D.S.4.3; τὸ εὔτονον = εὐτονία, Pl.Lg. 815a, etc.: especially in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.3.121, 123; of engines, Plb.8.5.2 (Comp.); of the wind, D.S.1.41; of wine, Arist.Mir.832a11; τὸ εὔ., name of an eyesalve, Aët.7.115; εὔ. πληγή Hero Bel.74.12.
b distended, εὐτόνῳ φλεβί (sens. obsc.) Neophr.(?) Medea in PLit.Lond.77 Fr.2.7.
c elastic, yielding, εὐτονώτερος χαλκοῦ χρυσός Porph.ad Il.20.259.
2 active, energetic, πρόνοια POxy. 1468.7 (iii A.D.); προσοχή Iamb.Protr.21.κά (Sup.); of persons, εὐτονώτατος εἶναι c. part., OGI315.52 (Pessinus, ii B.C.).
3 of an orator, forcible, εὔτονος τῇ φράσει D.H.Vett.Cens.5.4; τῆς λέξεως τὸ εὔτονον ib.3.2, cf. PhId.Po.5.5.
4 Adv. εὐτόνως = with might and main, vigorously, Ar. Pl.1095, X.Hier.9.6, Arist.Pr.885a6, Ph.1.311, Ev.Luc.23.10: Comp. εὐτονώτερον, τοῦ δέοντος ἀφιᾶσι Luc.Nigr.36.
5 strenuously, Phld. Herc.1251.23, Po.2p.274H.
6 peremptorily, εὐτονώτερον ἐπιστεῖλαι, γράψαι, PLille1.3i14 (iii B.C.), PPetr.2p.22, 3p.132 (cf. p. x) (iii B.C.).
II of the voice, well-pitched, Arist. GA786b8. (sometimes as v.l. in codd. for ἔντονος, Plb. l.c.; εὔτονος is perhaps f.l. for ἔντονον in S. Fr.966.)

German (Pape)

[Seite 1102] wohl angespannt, nervig, kräftig, Hippocr.; καὶ ὀρθοί Plat. Legg. VII, 815 a, wie Strat. 58 (XII,516); Arist. u. Sp., wie D. Sic. 2, 56; auch von Geschossen, Pol. 8, 7, 2; Plut. Alex. 63; εὐτόνους τὰς πληγὰς διδόντες ἀπὸ τόξων κραταιῶν Crass. 24; vom Winde, D. Sic. 1, 41. Von der Rede, D. Hal. öfter, wie μέλος Ar. Ach. 674. Übh. angestrengt, eifrig, χρηματιστής Plut. Thes. 5, a. Sp. – Adv. εὐτόνως, mit Anstrengung, eifrig, Ar. Plut. 1096; Xen. Hier. 9, 6 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bien tendu, fortement tendu;
2 fort, vigoureux.
Étymologie: εὖ, τείνω.

Russian (Dvoretsky)

εὔτονος:
1 напряженный, упругий (πνεύμων Arst.);
2 сильный, мощный (βέλη Polyb.; πνοαί Diod.; πληγή Plut.);
3 крепкий (οἶνος Arst.);
4 усердный, рьяный (χρηματιστής Plut.);
5 резкий, громкий (μέλος Arph.);
6 обладающий приятным голосом (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτονος: -ον, (τείνω) καλῶς ἐντεταμένος, ἔχων τόνον, δύναμιν, εὔρωστος, ἰσχυρός, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἢ τῶν μελῶν αὐτοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 9· τὸ… εὔτονον... σωμάτων καὶ ψυχῶν = εὐτονία, Πλάτ. Νόμ. 815 Α, κλ.· ἐπὶ μηχανῶν, Πολύβ. 8. 7, 2· ἐπὶ ῥήτορος, δεινός, εὔγλωττος, εὔτονος τῇ λέξει Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 4· τῆς λέξεως τὸ εὔτονον αὐτόθι 3. 2. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ τόνου καὶ δυνάμεως, ἰσχυρῶς, Ἀριστοφ. Πλ. 1095. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, καλὸν τόνον ἔχουσα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 1. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ ἔντονος, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὔτονος· εὐμενής. γενναῖος».

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εύτονος)
1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος
2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής
3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος
αρχ.
1. (ως ειδικός όρος της φιλοσ. τών Στωικών) αυτός που έχει ισχυρό τόνο
2. (για μηχανές) αυτός που έχει ένταση ενέργειας
3. (για ανέμους) ισχυρός, δυνατός, σφοδρός
4. (για κρασί) δυνατός
5. (για πληγές) βαθύς, γερός
6. (για μέταλλα) ελαστικός, χαλαρός στη σύσταση
7. (για φυτά) αυτός που έχει δύναμη επενέργειας, δραστικός
8. (για πρόσ.) ενεργητικός, δραστήριος
9. (για βλέμμα) ζωηρός, εκφραστικός, με ένταση
10. (για ρήτορα) αυτός που έχει έντονο ρητορικό ύφος, σθεναρή ευγλωττία
11. (για τη φωνή) αυτός που έχει καλό τόνο
12. το ουδ. ως ουσ. το εύτονον
α) η ευτονία, η σθεναρότητα, η δύναμη
β) είδος κολλυρίου.
επίρρ...
ευτόνως (ΑΜ ευτόνως)
σθεναρά, με ένταση, με ζήλο
αρχ.
1. δραστήρια
2. αποφασιστικά, επιτακτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τονος (< τόνος < τείνω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τον- του θ. τεν- (πρβλ. άτονος, πολύτονος)].

Greek Monotonic

εὔτονος: -ον (τείνω), καλοτεντωμένος, ρωμαλέος, δραστήριος, υγιής, ακμαίος, σε Πλάτ.· επίρρ. -νως, ρωμαλέα, γερά, δυνατά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

εὔ-τονος, ον τείνω
well-strung, vigorous, Plat.:—adv. -νως, vigorously, Ar.