3,266,213
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἄργυρος]])<br />[[λευκό]] πολύτιμο [[μέταλλο]], [[ασήμι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα<br /><b>2.</b> «[[ἄργυρος]] [[χυτός]]» — [[υδράργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άργυρος]] έχει άμεση [[αντιστοιχία]] με το μεσσαπικό <i>argorian</i> και <i>argora</i> -<i>pandes</i>. Προέρχεται από αρχικό [[θέμα]] <i>αργ</i>- ( | |mltxt=ο (AM [[ἄργυρος]])<br />[[λευκό]] πολύτιμο [[μέταλλο]], [[ασήμι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα<br /><b>2.</b> «[[ἄργυρος]] [[χυτός]]» — [[υδράργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άργυρος]] έχει άμεση [[αντιστοιχία]] με το μεσσαπικό <i>argorian</i> και <i>argora</i> -<i>pandes</i>. Προέρχεται από αρχικό [[θέμα]] <i>αργ</i>- ([[πρβλ]]. [[αργός]] Ι) παρεκτεταμένο με το [[φωνήεν]] <i>υ</i>- (<i>u</i>-), το οποίο παρατηρείται και σε άλλους τ. ([[πρβλ]]. [[άργυφος]], αρχ. ινδ. <i>arjuna</i> - «[[άσπρος]], [[φωτεινός]]», λατ. <i>arg</i><i>ū</i><i>tus</i> «[[οξύς]]», ενώ άλλες γλώσσες έχουν γι' αυτό [[θέμα]] σε -<i>nt</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>argentum</i> «[[άργυρος]], αργύριον», κελτικό -γαλατικό <i>arganto</i>, στον τ. <i>Argantomagus</i>) αβεστ. <i>ә</i><i>r</i><i>ә</i><i>zatam</i>, σανσκρ. <i>rajatam</i> και πιθ. αρμ. <i>arcat</i> «[[σίδερο]]». Αρχικά δεν χαρακτήριζε το [[χρήμα]] [[αλλά]] το φωτεινό [[λευκό]] [[μέταλλο]] σε διάφορες γλώσσες, ενώ η Γερμανική, Βαλτική και Σλαβική δανείστηκαν [[άλλη]] [[λέξη]], άγνωστο όμως από πού (γερμ. <i>Silber</i>, λιθ. <i>sid</i><i>ā</i><i>bras</i>, αρχ. σλαβ. <i>sbrebro</i>). Η μορφολογική αυτή [[ποικιλία]] του τ. επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η [[χρήση]] του αργύρου στους Ινδοευρωπαίους ήταν [[προφανώς]] γνωστή, όχι όμως [[ακόμη]] βασική. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημ. «[[ασήμι]]», ενώ [[άπαξ]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή για να χαρακτηρίσει τροχούς. Η [[χρήση]] της σπανίζει ως [[χαρακτηρισμός]] του ασημένιου νομίσματος. Ο τ. [[είναι]] αρσενικού γένους, [[πράγμα]] που συνηθίζεται στην Ελληνική για τα ονόματα των μετάλλων.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αργύριο]](<i>ν</i>), <i>αργυρίτις</i>, η κ. [[αργυρίτης]] (ο), [[αργυρός]] (-<i>ούς</i>), [[αργυρώδης]], [[αργυρώνω]] (-<i>όω</i>, <i>ώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργύρειος]], [[αργύρεος]], [[αργυρεύω]], [[αργυρίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αργυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργυρένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <i>αργυρ</i>(<i>ο</i>)-: [[αργυραμοιβός]], [[αργυρομιγής]], [[αργυροφεγγής]], [[αργυροχόος]], [[αργυρώνητος]], [[αργυρωρυχείο]], [[αργυρόθρονος]], [[αργυρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργυράγχη]], [[αργυράσπιδες]], [[αργυρένδετος]], [[αργυρήλατος]], [[αργυρογνώμων]], [[αργυροδέκτης]], [[αργυροδίνης]], [[αργυρόδουλος]], [[αργυροειδής]], [[αργυρόηλος]], [[αργυροκόπος]], [[αργυρόκυκλος]], [[αργυρόπεζα]], [[αργυρόπους]], [[αργυρόρριζος]], [[αργυρόρρυτος]], [[αργυροστερής]], [[αργυροταμίας]], [[αργυρότευκτος]], [[αργυρότοιχος]], [[αργυρότοξος]], [[αργυροτρώκτης]], [[αργυροφάλαρος]], [[αργυροχάλινος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αργυρολαμπής]], [[αργυροπράτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αργυρόβιος]], [[αργυρολίβανος]], [[αργυροσάλπιγξ]], [[αργυρόχροος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αργυροκέντητος]], [[αργυρόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργυρογλυπτική]], [[αργυρόηχος]], [[αργυροποίκιλτος]], <i>αργυροΰφαντος</i>, [[αργυρούχος]]<br />(β' συνθετικό) -[[άργυρος]]: [[ανάργυρος]], [[επάργυρος]], [[κατάργυρος]], [[φιλάργυρος]], [[λιθάργυρος]], [[ψευδάργυρος]], [[υδράργυρος]], [[χρυσάργυρος]], <i>ολ</i>(<i>ο</i>)[[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισάργυρος]], [[πανάργυρος]], [[πολυάργυρος]], [[περιάργυρος]], [[λαβάργυρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υπάργυρος]]].<br />-ή, -ό (AM ἀργυροῦς, -ᾶ, -οῦν, A κ. [[ἀργύρεος]], -η, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] και στη [[λάμψη]] με τον άργυρο<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[προσφιλής]], [[αγαπητός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αργυρός]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>αργυρούς</i> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] ([[πρβλ]]. [[χρυσός]] <span style="color: red;"><</span> [[χρυσούς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |