ευεργής: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐεργής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς [[εὐεργής]]» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. | |mltxt=[[εὐεργής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς [[εὐεργής]]» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῦ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)<br /><b>2.</b> [[εύκολος]] στην [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> (για [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]) [[εύκολος]]<br /><b>4.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐεργέα</i><br />οι ευεργεσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. <i>αλι</i>-<i>εργής</i>, [[λιθο]]-<i>εργής</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
εὐεργής, -ές (Α)
1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῦ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)
2. εύκολος στην κατεργασία
3. (για χειρουργική επέμβαση) εύκολος
4. αποτελεσματικός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐεργέα
οι ευεργεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εργής, (< έργον), πρβλ. αλι-εργής, λιθο-εργής].