ηλιόφωτος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόφωτο</i><br />το φως του ήλιου, το [[ηλιόφως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φως</i>), [[πρβλ]]. <i>λειψί</i>-<i>φωτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόφωτο</i><br />το φως του ήλιου, το [[ηλιόφως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φως</i>), [[πρβλ]]. [[λειψίφωτος]], [[πολύφωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόφωτο
το φως του ήλιου, το ηλιόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φωτος (< φως), πρβλ. λειψίφωτος, πολύφωτος].