θυμοκράτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυμοκράτωρ]], ὁ (Μ)<br />αυτός που κυριαρχεί [[πάνω]] στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θυμοκράτωρ]], ὁ (Μ)<br />αυτός που κυριαρχεί [[πάνω]] στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. [[αυτοκράτωρ]], [[κλειδοκράτωρ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοκράτωρ: -ορος, ὁ, ὁ κρατῶν τοῦ θυμοῦ, Θ. Λασκ. σ. 770, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
θυμοκράτωρ, ὁ (Μ)
αυτός που κυριαρχεί πάνω στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτοκράτωρ, κλειδοκράτωρ].