αυτοκράτωρ

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

ο, θηλ. αυτοκράτειρα, και αυτοκρατόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η)
1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας
2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά
μσν.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός
αρχ.
1. ο κύριος του εαυτού του
2. αυτός που έχει απόλυτη πληρεξουσιότητα να κάνει κάτι
3. (για πρόσωπα ή πόλεις) ελεύθερος, ανεξάρτητος
4. (για νέους) έφηβος
5. «αυτοκρατής» — κυρίαρχος του εαυτού του
6. μτφ. αυτός που δεν δέχεται αντιλογία, κατηγορηματικός
7. ο απόλυτος κύριος μιας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. αυτοκράτωρ είναι αρχαϊκός σχηματισμός, όπου το β' συνθετικό κράτωρ πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του κράτος, ενώ κατ' άλλη υπόθεση η λ. χρησιμοποιείται αντί του αυτοκρατής (< κράτος, κρατώ), αναλογικά προς τα ονόματα σε -τωρ, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. ναυκράτωρ). Ο όρος αυτοκράτωρ απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη σημασία «ανεξάρτητος, κύριος του εαυτού του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η έννοια περιβεβλημένος με πλήρη εξουσία», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως τίτλος υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, απόδοση του ρωμαϊκού dictator (Πολύβ.) και imperator (Πλουτ.).
ΠΑΡ. αυτοκρατορία, αυτοκρατορικός].

Translations

emperor

Albanian: perandor; Arabic: قَيْصَر‎, إِمْبْرَاطُور‎; Hijazi Arabic: إِمْبْراطور‎; Armenian: կայսր; Old Armenian: կայսր, կեսար; Aromanian: ampirat; Asturian: emperador; Azerbaijani: imperator; Basque: enperadorea; Belarusian: імператар, цар; Bengali: সম্রাট; Breton: impalaer; Bulgarian: император; Burmese: ဧကရာဇ်; Catalan: emperador; Chinese Cantonese: 皇帝; Dungan: хуонди, хуоншон; Mandarin: 皇帝, 帝王, 皇上, 天皇; Coptic: ⲁⲩⲧⲟⲕⲣⲁⲧⲱⲣ; Czech: císař; Danish: kejser; Dutch: keizer; Dzongkha: རྒྱལ་ཆེན; Esperanto: imperiestro; Estonian: keiser, imperaator; Extremaduran: emperaol; Finnish: keisari; French: empereur; Friulian: imperadôr; Galician: emperador; Georgian: იმპერატორი; German: Kaiser, Imperator; Greek: αυτοκράτορας; Ancient Greek: αὐτοκράτωρ, καῖσαρ, αὐτάναξ; Hebrew: קיסר \ קֵיסָר‎; Hindi: सम्राट, महाराजा, क़ैसर, कैसर; Hungarian: császár; Icelandic: keisari; Ido: cezaro, imperiestro; Indonesian: kaisar, maharaja; Interlingua: imperator; Irish: impire; Italian: imperatore; Japanese: 皇帝, 帝王, 天皇, 帝; Kazakh: император, патша; Khmer: អធិរាជ, រាជាធិរាជ, សម្រាជ; Korean: 황제(皇帝), 천황(天皇), 제왕; Kurdish Northern Kurdish: emperator, qeyser; Kyrgyz: император, падыша; Lao: ຈັກກະພັດ, ຈັກກະວັດ, ນໍຣິນ, ນໍລິນ, ຣາເຊນ; Latin: imperator, autocrator, basileus; Latvian: imperators, ķeizars; Ligurian: imperatô; Lithuanian: imperatorius, ciesorius; Low German: Kaiser; Luxembourgish: Keeser; Macedonian: император, цар; Malay: kaisar, maharaja, khakan; Malayalam: സാമ്രാട്ട്, ചക്രവർത്തി; Maltese: imperatur; Manchu: ᡥᡡᠸᠠᠩᡩᡳ, ᡥᠠᠨ; Mandinka: mansa; Manx: ard-ree; Maori: emepara, epara; Marathi: सम्राट; Middle English: emperour, kayser; Mongolian: эзэн хаан; Norman: empéreu; North Frisian: keiser; Norwegian Bokmål: keiser; Nynorsk: keisar; Occitan: emperador; Old Occitan: emperador; Old English: cāsere; Pashto: امپراتور‎, کيسر‎, قيصر‎; Persian: امپراطور‎, قیصر‎; Polish: imperator, cesarz; Portuguese: imperador; Punjabi: ਸਮਰਾਟ; Quechua: qhapaq; Romanian: împărat; Romansch: imperatur, imperataur, imperatour, caiser; Russian: император, царь; Sanskrit: अधिराज, सम्राज्, राजाधिराज; Saterland Frisian: Kaiser; Scottish Gaelic: ìmpire; Serbo-Croatian Cyrillic: ца̏р, импѐра̄тор, це̏са̄р; Latin: cȁr, impèrator, cȅsar; Sicilian: mpiraturi; Silesian: cysŏrz; Slovak: cisár, cár; Slovene: cêsar, imperátor; Sorbian Lower Sorbian: kejžor; Upper Sorbian: kejžor; Spanish: emperador; Swahili: kaisari; Swedish: kejsare; Tagalog: emperador; Tajik: император; Tatar: патша; Telugu: చక్రవర్తి; Thai: จักรพรรดิ, ฮ่องเต้; Turkish: imparator, ilhan; Turkmen: imperator; Ukrainian: імператор, цар; Urdu: شہنشاہ‎, سمراٹ‎, قیصر‎; Uyghur: ئىمپېراتور‎; Uzbek: imperator; Venetian: inperadore, inperador; Vietnamese: hoàng đế, thiên hoàng; Vilamovian: kazer; Walloon: impreur; Welsh: ymerawdwr; West Frisian: keizer; Yiddish: קייסער‎, אימפּעראַטאָר