ιππόνικος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόνικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), [[πρβλ]]. <i>αξιό</i>-<i>νικος</i>, <i>χορό</i>-<i>νικος</i>].
|mltxt=[[ἱππόνικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), [[πρβλ]]. [[αξιόνικος]], [[χορόνικος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱππόνικος, -ον (Α)
1. αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νικος (< νίκη), πρβλ. αξιόνικος, χορόνικος].