αξιόνικος

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

ἀξιόνικος, -ον (Α)
ο άξιος να νικήσει, ο ικανός να πετύχει σε κάτι.