ιχθυακός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχθυακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ιχθυϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθυακή [[πύλη]]» — [[πύλη]] στην οποία πωλούσαν ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχθύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. <i>ηλι</i>-<i>ακός</i>, <i>κοιλι</i>-<i>ακός</i>)].
|mltxt=[[ἰχθυακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ιχθυϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθυακή [[πύλη]]» — [[πύλη]] στην οποία πωλούσαν ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχθύς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[ηλιακός]], [[κοιλιακός]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰχθυακός, -ή, -όν (Α)
1. ιχθυϊκός
2. φρ. «ἰχθυακή πύλη» — πύλη στην οποία πωλούσαν ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + κατάλ. -ακος (πρβλ. ηλιακός, κοιλιακός)].