κακόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει κακή [[σάρκα]], που η [[σάρκα]] του υφίσταται εύκολα [[διαπύηση]] ή που δύσκολα θεραπεύεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i>), [[πρβλ]]. <i>αραιό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>μαλακό</i>-<i>σαρκος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει κακή [[σάρκα]], που η [[σάρκα]] του υφίσταται εύκολα [[διαπύηση]] ή που δύσκολα θεραπεύεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i>), [[πρβλ]]. [[αραιόσαρκος]], [[μαλακόσαρκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:13, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει κακή σάρκα, που η σάρκα του υφίσταται εύκολα διαπύηση ή που δύσκολα θεραπεύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. αραιόσαρκος, μαλακόσαρκος].