μητροκομώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μητροκομῶ, -έω (Μ)<br />[[περιποιούμαι]] τη [[μητέρα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]») μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μητροκόμος</i> ([[πρβλ]]. <i>γηρο</i>-[[κομώ]])].
|mltxt=μητροκομῶ, -έω (Μ)<br />[[περιποιούμαι]] τη [[μητέρα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]») μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μητροκόμος</i> ([[πρβλ]]. [[γηροκομώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

μητροκομῶ, -έω (Μ)
περιποιούμαι τη μητέρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κομῶ (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι») μέσω ενός αμάρτυρου τ. μητροκόμος (πρβλ. γηροκομώ)].