conceal: Difference between revisions

From LSJ
(Woodhouse 2)
 
(CSV3)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse
{{Woodhouse1
|Image=[[File:woodhouse_154.jpg]]
|Text=[[File:woodhouse_154.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_154.jpg}}]]'''v. trans.'''
 
P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), στέγειν, κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν (rare P.), συναμπέχειν, συναμπίσχειν.
 
<b class="b2">Help in concealing</b>: V. συνεκκλέπτειν (acc.).
 
<b class="b2">Easy to conceal</b>, adj.: V. [[εὔκρυπτος]].
}}
}}

Revision as of 09:25, 21 July 2017

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 154.jpg

v. trans.

P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), στέγειν, κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν (rare P.), συναμπέχειν, συναμπίσχειν.

Help in concealing: V. συνεκκλέπτειν (acc.).

Easy to conceal, adj.: V. εὔκρυπτος.