3,270,522
edits
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκέπαρνον''': τό, ἢ σκέπαρνος, ὁ, (τὰ Ὁμηρικὰ χωρία ἀφίνουσι τὸ γένος ἀβέβαιον, ἀλλὰ κατὰ τὸν Φώτ. ὁ ἀρσεν. [[τύπος]] ἦτο ὁ ἀρχαιότερος, ὡς παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Σοφ. Ἀποσπ. 787· παρὰ δὲ μεταγεν. ἐπεκράτησε τὸ οὐδέτ., Λεων. Ταραντ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 205, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 11, Πολυδ. Ι΄, 146)· - τὸ «σκεπάρνι» τοῦ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ δι’ οὗ πελεκᾷ καὶ ἐξομαλίζει τὸ [[ξύλον]], διάφορον τοῦ πελέκεως (δι’ οὗ κόπτονται τὰ δένδρα), Ὀδ. Ε. 235-7, Ι. 391· ἀμφίξουν Λεων. Ταραντ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]] ὀλίγον μόνον περιτυλισσόμενος, Λατ. ascia, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742, κατ’ οὐδέτ. τύπον· πληθ. ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 802, πλείους σκεπάρνους, πλειότεροι ἑλιγμοὶ τοῦ ἐπιδέσμου τούτου. ΙΙΙ. κωμικῶς, ὡς παιδὰ ἐν λόγοις λέγεται ἐπὶ δορᾶς ἀρνίου, οἱονεὶ σκέπαρνον, Ἀρτεμίδ. 4. 24, πρβλ. Διον. Τύρ. παρὰ Παλλαδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 532. 28, Α. Β. 734. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπαρνον]]· τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν». (Ἡ √ΣΚΕΠ φαίνεται ὅτι συγγενεύει πρὸς τὴν √ΣΚΑΠ τοῦ [[σκάπτω]], [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὴν √ΚΟΠ τοῦ [[κόπτω]]). [Ὁ [[Ὅμηρος]] δὲν μηκύνει τὸ βραχὺ φωνῆεν πρὸ τοῦ σκ-, [[ὥστε]] [[ἴσως]] προὐφέρετο κέπαρνον, πρβλ. [[Σκάμανδρος]]]. | |lstext='''σκέπαρνον''': τό, ἢ σκέπαρνος, ὁ, (τὰ Ὁμηρικὰ χωρία ἀφίνουσι τὸ γένος ἀβέβαιον, ἀλλὰ κατὰ τὸν Φώτ. ὁ ἀρσεν. [[τύπος]] ἦτο ὁ ἀρχαιότερος, ὡς παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Σοφ. Ἀποσπ. 787· παρὰ δὲ μεταγεν. ἐπεκράτησε τὸ οὐδέτ., Λεων. Ταραντ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 205, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 11, Πολυδ. Ι΄, 146)· - τὸ «σκεπάρνι» τοῦ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ δι’ οὗ πελεκᾷ καὶ ἐξομαλίζει τὸ [[ξύλον]], διάφορον τοῦ πελέκεως (δι’ οὗ κόπτονται τὰ δένδρα), Ὀδ. Ε. 235-7, Ι. 391· ἀμφίξουν Λεων. Ταραντ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]] ὀλίγον μόνον περιτυλισσόμενος, Λατ. ascia, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742, κατ’ οὐδέτ. τύπον· πληθ. ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 802, πλείους σκεπάρνους, πλειότεροι ἑλιγμοὶ τοῦ ἐπιδέσμου τούτου. ΙΙΙ. κωμικῶς, ὡς παιδὰ ἐν λόγοις λέγεται ἐπὶ δορᾶς ἀρνίου, οἱονεὶ σκέπαρνον, Ἀρτεμίδ. 4. 24, πρβλ. Διον. Τύρ. παρὰ Παλλαδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 532. 28, Α. Β. 734. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπαρνον]]· τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν». (Ἡ √ΣΚΕΠ φαίνεται ὅτι συγγενεύει πρὸς τὴν √ΣΚΑΠ τοῦ [[σκάπτω]], [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὴν √ΚΟΠ τοῦ [[κόπτω]]). [Ὁ [[Ὅμηρος]] δὲν μηκύνει τὸ βραχὺ φωνῆεν πρὸ τοῦ σκ-, [[ὥστε]] [[ἴσως]] προὐφέρετο κέπαρνον, πρβλ. [[Σκάμανδρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |