κατώφλι: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κατώφλιο και κατώφιλιο, το (Μ κατώφλιον και κατώφλιν)<br />το ξύλινο ή λίθινο [[κομμάτι]] που συνδέει τις πλευρές θύρας ή παραθύρου στο [[κάτω]] [[μέρος]] τους (α. «και ήγγιζε το κατώφιλιο στο [[τέλος]] του δωματίου», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τοῦ λουτροῦ τὸ κατώφλιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στάθμη]], όριο, κρίσιμο [[σημείο]] [[μετά]] από το οποίο αρχίζει ή εκδηλώνεται [[κάτι]] (α. «το [[κατώφλι]] τών γηρατειών» β. «κατώφλιο ακουστότητας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει πατήσει το [[κατώφλι]] του σπιτιού μου» — δεν ήλθε [[ποτέ]] στο [[σπίτι]] μου<br />β) <b>(ψυχολ.)</b> «κατώφλιο συνειδήσεως» — ο [[ελάχιστος]] [[βαθμός]] έντασης εξωτερικού ερεθισμού ο [[οποίος]] απαιτείται για να γίνει [[αντιληπτός]] ως [[αίσθημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[φλιά]] «[[παραστάδα]] της πόρτας»].
|mltxt=κατώφλι και [[κατώφλιο]] και κατώφιλιο, το (Μ κατώφλιον και κατώφλιν)<br />το ξύλινο ή λίθινο [[κομμάτι]] που συνδέει τις πλευρές θύρας ή παραθύρου στο [[κάτω]] [[μέρος]] τους (α. «και ήγγιζε το κατώφιλιο στο [[τέλος]] του δωματίου», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «τοῦ λουτροῦ τὸ κατώφλιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στάθμη]], όριο, κρίσιμο [[σημείο]] [[μετά]] από το οποίο αρχίζει ή εκδηλώνεται [[κάτι]] (α. «το [[κατώφλι]] τών γηρατειών» β. «κατώφλιο ακουστότητας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει πατήσει το [[κατώφλι]] του σπιτιού μου» — δεν ήλθε [[ποτέ]] στο [[σπίτι]] μου<br />β) <b>(ψυχολ.)</b> «κατώφλιο συνειδήσεως» — ο [[ελάχιστος]] [[βαθμός]] έντασης εξωτερικού ερεθισμού ο [[οποίος]] απαιτείται για να γίνει [[αντιληπτός]] ως [[αίσθημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[φλιά]] «[[παραστάδα]] της πόρτας»].
}}
}}

Latest revision as of 09:47, 25 October 2024

Greek Monolingual

κατώφλι και κατώφλιο και κατώφιλιο, το (Μ κατώφλιον και κατώφλιν)
το ξύλινο ή λίθινο κομμάτι που συνδέει τις πλευρές θύρας ή παραθύρου στο κάτω μέρος τους (α. «και ήγγιζε το κατώφιλιο στο τέλος του δωματίου», Ερωτόκρ.
β. «τοῦ λουτροῦ τὸ κατώφλιν», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. στάθμη, όριο, κρίσιμο σημείο μετά από το οποίο αρχίζει ή εκδηλώνεται κάτι (α. «το κατώφλι τών γηρατειών» β. «κατώφλιο ακουστότητας»)
2. φρ. α) «δεν έχει πατήσει το κατώφλι του σπιτιού μου» — δεν ήλθε ποτέ στο σπίτι μου
β) (ψυχολ.) «κατώφλιο συνειδήσεως» — ο ελάχιστος βαθμός έντασης εξωτερικού ερεθισμού ο οποίος απαιτείται για να γίνει αντιληπτός ως αίσθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φλιά «παραστάδα της πόρτας»].