σαίρω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0858.png Seite 858]] aor. ἔσηρα, perf. mit Präsensbdtg σέσηρα, bes. im part. σεσηρώς, welches im fem. ep. [[σεσαρυῖα]] lautet, Hes. Sc. 268; – 1) im perf. eigtl. die Lippen verzichen, so daß man die Zähne sieht, die Zähne zeigen, bleken; als Ausdruck des Zornes, Grimmes, Hes. a. a. O.; des Hohnes oder der Schadenfreude, οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ' οἴεται, Ar. Vesp. 901, was der Schol. auf die ihre Zähne weisenden Hunde bezieht, wie er die Zähne blekt; vgl. ήγριωμένους ἐπ' ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας, Pax 603; aber auch vom freundlichen Lächeln, Theocr. 7, 10; σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις, Mel. 52 (V, 179); σεσηρὸς αἰκάλλειν, vom Fuchs, Babr. 50, 14; [[σεσαρυῖα]] καὶ κιχλίζουσα, Philo; σεσηρότι γέλωτι, Luc. Amor. 13; σεσηρὸς ὑπομειδιᾶν, Philopatr. 26; vgl. Jacobs Philostr. imagg. p. 381. Bei Sp. auch σεσηρέναι όδόντας, Opp.; σεσηρυῖαι τὰς [[παρειάς]] Ach. Tat. 1, 1. – 2) im praes., fut. u. aor. [[fegen]], kehren, reinigen (sarrire, vgl. [[σαρόω]] u. Lob. zu Phryn. 83); σαίρει θυμέλην [[δάφνη]], Eur. Ion 116; [[δῶμα]], Hec. 364; πᾶσαν κόνιν σήραντες, Soph. Ant. 405; Sp., wie Plut. Cat. 4, τὰ σπειρόμενα καὶ νεμόμενα [[μᾶλλον]] ἢ τὰ ῥαινόμενα καὶ σαιρόμενα, als Land, welches begossen und gereinigt werden muß; σαίρειν τὸ [[συμπόσιον]] δεῖ, Luc. D. D. 24, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0858.png Seite 858]] aor. ἔσηρα, perf. mit Präsensbdtg σέσηρα, bes. im part. σεσηρώς, welches im fem. ep. [[σεσαρυῖα]] lautet, Hes. Sc. 268; – 1) im perf. eigtl. die Lippen verzichen, so daß man die Zähne sieht, die Zähne zeigen, bleken; als Ausdruck des Zornes, Grimmes, Hes. a. a. O.; des Hohnes oder der Schadenfreude, οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ' οἴεται, Ar. Vesp. 901, was der Schol. auf die ihre Zähne weisenden Hunde bezieht, wie er die Zähne blekt; vgl. ήγριωμένους ἐπ' ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας, Pax 603; aber auch vom freundlichen Lächeln, Theocr. 7, 10; σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις, Mel. 52 (V, 179); σεσηρὸς αἰκάλλειν, vom Fuchs, Babr. 50, 14; [[σεσαρυῖα]] καὶ κιχλίζουσα, Philo; σεσηρότι γέλωτι, Luc. Amor. 13; σεσηρὸς ὑπομειδιᾶν, Philopatr. 26; vgl. Jacobs Philostr. imagg. p. 381. Bei Sp. auch σεσηρέναι όδόντας, Opp.; σεσηρυῖαι τὰς [[παρειάς]] Ach. Tat. 1, 1. – 2) im praes., fut. u. aor. [[fegen]], kehren, reinigen (sarrire, vgl. [[σαρόω]] u. Lob. zu Phryn. 83); σαίρει θυμέλην [[δάφνη]], Eur. Ion 116; [[δῶμα]], Hec. 364; πᾶσαν κόνιν σήραντες, Soph. Ant. 405; Sp., wie Plut. Cat. 4, τὰ σπειρόμενα καὶ νεμόμενα [[μᾶλλον]] ἢ τὰ ῥαινόμενα καὶ σαιρόμενα, als Land, welches begossen und gereinigt werden muß; σαίρειν τὸ [[συμπόσιον]] δεῖ, Luc. D. D. 24, 1.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span><i>f.</i> [[σαρῶ]], <i>ao.</i> ἔσηρα;<br />balayer :<br /><b>1</b> nettoyer en balayant, acc.;<br /><b>2</b> enlever en balayant (la poussière) acc. .<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σαίρω''': ἀόρ. α΄ ἔσηρα, μετοχ. σήρας Σοφ. Ἀντ. 409· - πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. σέσηρα, ἴδε κατωτ.· Ι. ἐν τῷ πρκμ., [[σύρω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] τὰ χείλη καὶ δεικνύω τοὺς ὀδόντας ὡς ὁ [[κύων]], Λατ. ringi, σέσηρε Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 26· σεσηρέναι Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 3. 40· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., ἄπληστον σεσαρυῖα (Ἐπικ. ἀντὶ σεσηρυῖα) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 268· [[οἷον]] σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ’ οἴεται Ἀριστοφ. Σφ. 900· ἠγριωμένους ἐπ’ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 620, πρβλ. Σφ. 901· ἅμα σ. καὶ γελῶν Κωμικ. Ἀνώνυμ. 236 γελῶντα καὶ σ. Πλούτ. 2. 223Β· σιμὰ σ. Ἀνθ. Π. 5. 179· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοιαύτης κακῆς ἐννοίας, εἶπε σεσαρὼς ὄμματι μειδιόωντι, μειδιῶν, Θεόκρ. 7. 19 (πρβλ. [[προσσαίρω]]). 2) λεγόμενον ἐπὶ γέλωτος μὲ χείλη διεσταλμένα, μειδιήμασι σεσηρόσι Ἱππ. 272. 49· σεσηρότι γέλωτι Λουκ. Ἔρωτ. 13· - τὸ οὐδέτ. κεῖται ἐπιρρηματικῶς, σεσαρὸς γελᾶν Θεόκρ. 20. 14· σεσηρὸς αἰκάλλειν, ἐπὶ ἀλώπεκος, Βάβρ. 50. 14, πρβλ. Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26. 3) ἐπὶ πληγῆς ἢ ἕλκους, [[ἕλκος]] σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον, χαῖνον, Ἱππ. Ἀγμ. 773, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2· [[ὡσαύτως]], σ. [[χάσμημα]], ἐπὶ μετρικῆς χασμωδίας, Εὐστάθ. 840. 43. ΙΙ. κατ’ ἐνεστ. καὶ ἀόρ. α΄, σαρώνω, [[καθαρίζω]], σαίρειν τε [[δῶμα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 363· σαίρειν στέγας ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 29· μυρσίνας ἱερὰν φόβαν, ᾇ [[σαίρω]] [[δάπεδον]] θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 120, πρβλ. 115. 2) σαρώνων [[ἀπορρίπτω]], πᾶσαν κόνιν σήραντες Σοφ. Ἀντ. 409. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαίρει· κοσμεῖ, φιλοκαλεῖ, Καλλύνει», καὶ «σαίρειν· σαροῦν, κοσμεῖν».
|lstext='''σαίρω''': ἀόρ. α΄ ἔσηρα, μετοχ. σήρας Σοφ. Ἀντ. 409· - πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. σέσηρα, ἴδε κατωτ.· Ι. ἐν τῷ πρκμ., [[σύρω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] τὰ χείλη καὶ δεικνύω τοὺς ὀδόντας ὡς ὁ [[κύων]], Λατ. ringi, σέσηρε Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 26· σεσηρέναι Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 3. 40· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., ἄπληστον σεσαρυῖα (Ἐπικ. ἀντὶ σεσηρυῖα) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 268· [[οἷον]] σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ’ οἴεται Ἀριστοφ. Σφ. 900· ἠγριωμένους ἐπ’ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 620, πρβλ. Σφ. 901· ἅμα σ. καὶ γελῶν Κωμικ. Ἀνώνυμ. 236 γελῶντα καὶ σ. Πλούτ. 2. 223Β· σιμὰ σ. Ἀνθ. Π. 5. 179· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοιαύτης κακῆς ἐννοίας, εἶπε σεσαρὼς ὄμματι μειδιόωντι, μειδιῶν, Θεόκρ. 7. 19 (πρβλ. [[προσσαίρω]]). 2) λεγόμενον ἐπὶ γέλωτος μὲ χείλη διεσταλμένα, μειδιήμασι σεσηρόσι Ἱππ. 272. 49· σεσηρότι γέλωτι Λουκ. Ἔρωτ. 13· - τὸ οὐδέτ. κεῖται ἐπιρρηματικῶς, σεσαρὸς γελᾶν Θεόκρ. 20. 14· σεσηρὸς αἰκάλλειν, ἐπὶ ἀλώπεκος, Βάβρ. 50. 14, πρβλ. Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26. 3) ἐπὶ πληγῆς ἢ ἕλκους, [[ἕλκος]] σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον, χαῖνον, Ἱππ. Ἀγμ. 773, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2· [[ὡσαύτως]], σ. [[χάσμημα]], ἐπὶ μετρικῆς χασμωδίας, Εὐστάθ. 840. 43. ΙΙ. κατ’ ἐνεστ. καὶ ἀόρ. α΄, σαρώνω, [[καθαρίζω]], σαίρειν τε [[δῶμα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 363· σαίρειν στέγας ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 29· μυρσίνας ἱερὰν φόβαν, ᾇ [[σαίρω]] [[δάπεδον]] θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 120, πρβλ. 115. 2) σαρώνων [[ἀπορρίπτω]], πᾶσαν κόνιν σήραντες Σοφ. Ἀντ. 409. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαίρει· κοσμεῖ, φιλοκαλεῖ, Καλλύνει», καὶ «σαίρειν· σαροῦν, κοσμεῖν».
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span><i>f.</i> [[σαρῶ]], <i>ao.</i> ἔσηρα;<br />balayer :<br /><b>1</b> nettoyer en balayant, acc.;<br /><b>2</b> enlever en balayant (la poussière) acc. .<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter.
}}
}}
{{grml
{{grml