Anonymous

σαίρω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<span class="bld">2</span><i>f.</i> [[σαρῶ]], <i>ao.</i> ἔσηρα;<br />balayer :<br /><b>1</b> nettoyer en balayant, acc.;<br /><b>2</b> enlever en balayant (la poussière) acc. .<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter.
|btext=<span class="bld">2</span><i>f.</i> [[σαρῶ]], <i>ao.</i> ἔσηρα;<br />balayer :<br /><b>1</b> nettoyer en balayant, acc.;<br /><b>2</b> enlever en balayant (la poussière) acc. .<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σαίρω''': ἀόρ. α΄ ἔσηρα, μετοχ. σήρας Σοφ. Ἀντ. 409· - πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. σέσηρα, ἴδε κατωτ.· Ι. ἐν τῷ πρκμ., [[σύρω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] τὰ χείλη καὶ δεικνύω τοὺς ὀδόντας ὡς ὁ [[κύων]], Λατ. ringi, σέσηρε Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 26· σεσηρέναι Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 3. 40· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., ἄπληστον σεσαρυῖα (Ἐπικ. ἀντὶ σεσηρυῖα) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 268· [[οἷον]] σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ’ οἴεται Ἀριστοφ. Σφ. 900· ἠγριωμένους ἐπ’ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 620, πρβλ. Σφ. 901· ἅμα σ. καὶ γελῶν Κωμικ. Ἀνώνυμ. 236 γελῶντα καὶ σ. Πλούτ. 2. 223Β· σιμὰ σ. Ἀνθ. Π. 5. 179· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοιαύτης κακῆς ἐννοίας, εἶπε σεσαρὼς ὄμματι μειδιόωντι, μειδιῶν, Θεόκρ. 7. 19 (πρβλ. [[προσσαίρω]]). 2) λεγόμενον ἐπὶ γέλωτος μὲ χείλη διεσταλμένα, μειδιήμασι σεσηρόσι Ἱππ. 272. 49· σεσηρότι γέλωτι Λουκ. Ἔρωτ. 13· - τὸ οὐδέτ. κεῖται ἐπιρρηματικῶς, σεσαρὸς γελᾶν Θεόκρ. 20. 14· σεσηρὸς αἰκάλλειν, ἐπὶ ἀλώπεκος, Βάβρ. 50. 14, πρβλ. Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26. 3) ἐπὶ πληγῆς ἢ ἕλκους, [[ἕλκος]] σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον, χαῖνον, Ἱππ. Ἀγμ. 773, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2· [[ὡσαύτως]], σ. [[χάσμημα]], ἐπὶ μετρικῆς χασμωδίας, Εὐστάθ. 840. 43. ΙΙ. κατ’ ἐνεστ. καὶ ἀόρ. α΄, σαρώνω, [[καθαρίζω]], σαίρειν τε [[δῶμα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 363· σαίρειν στέγας ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 29· μυρσίνας ἱερὰν φόβαν, ᾇ [[σαίρω]] [[δάπεδον]] θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 120, πρβλ. 115. 2) σαρώνων [[ἀπορρίπτω]], πᾶσαν κόνιν σήραντες Σοφ. Ἀντ. 409. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαίρει· κοσμεῖ, φιλοκαλεῖ, Καλλύνει», καὶ «σαίρειν· σαροῦν, κοσμεῖν».
|elnltext=σαίρω [σύρω] schoonvegen, wegvegen.<br />σαίρω zie σέσηρα.
}}
{{elru
|elrutext='''σαίρω:''' (fut. [[σαρῶ|σᾰρῶ]], aor. ἔσηρα, pf. в знач. praes. [[σέσηρα]])<br /><b class="num">1)</b> [[подметать]] ([[δῶμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[выметать]], [[сметать]] (πᾶσαν κόνιν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> (только pf.) скалить зубы: [[γελῶν]] καὶ [[σεσηρώς]] Plut. смеющийся во весь рот, хохочущий; ἠγριωμένοι ἐπ᾽ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότες Arph. обозлившись друг на друга и (злобно) оскалившись; σεσᾱρὸς γελᾶν Theocr. презрительно смеяться; но σεσηρὸς [[πρόσωπον]] Arst. обрюзгшее лицо.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σαίρω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσηρα</i>, μτχ. <i>σήρας</i>· παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[σέσηρα]]·<br /><b class="num">I.</b> στον παρακ., [[τραβώ]] προς τα [[πίσω]] τα χείλη μου επιδεικνύοντας τα δόντια μου, [[δείχνω]] τα δόντια μου, κάνω τον χαρακτηριστικό αυτό μορφασμό του σκύλου, Λατ. ringi· <i>σεσᾰρυῖα</i> (Επικ. αντί <i>σεσηρυῖα</i>), σε Ησίοδ.· [[σεσηρώς]], σε Αριστοφ.· με θετική [[σημασία]], χαμογελώντας, σε Θεόκρ.· το ουδ. χρησιμ. με επιρρ. [[σημασία]], <i>σεσᾱρὸς γελᾶν</i>, [[γελώ]] με το [[στόμα]] ανοιχτό, [[γελώ]] χλευαστικά, σε Θεόκρ.· <i>σεσηρὸς αἰκάλλειν</i>, λέγεται για [[αλεπού]], σε Βάβρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σε ενεστ. και αόρ. αʹ, [[σκουπίζω]], [[σαρώνω]], [[καθαρίζω]], [[συμμαζεύω]] το [[πάτωμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[εξαλείφω]] ή [[απομακρύνω]], σε Σοφ.
|lsmtext='''σαίρω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσηρα</i>, μτχ. <i>σήρας</i>· παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[σέσηρα]]·<br /><b class="num">I.</b> στον παρακ., [[τραβώ]] προς τα [[πίσω]] τα χείλη μου επιδεικνύοντας τα δόντια μου, [[δείχνω]] τα δόντια μου, κάνω τον χαρακτηριστικό αυτό μορφασμό του σκύλου, Λατ. ringi· <i>σεσᾰρυῖα</i> (Επικ. αντί <i>σεσηρυῖα</i>), σε Ησίοδ.· [[σεσηρώς]], σε Αριστοφ.· με θετική [[σημασία]], χαμογελώντας, σε Θεόκρ.· το ουδ. χρησιμ. με επιρρ. [[σημασία]], <i>σεσᾱρὸς γελᾶν</i>, [[γελώ]] με το [[στόμα]] ανοιχτό, [[γελώ]] χλευαστικά, σε Θεόκρ.· <i>σεσηρὸς αἰκάλλειν</i>, λέγεται για [[αλεπού]], σε Βάβρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σε ενεστ. και αόρ. αʹ, [[σκουπίζω]], [[σαρώνω]], [[καθαρίζω]], [[συμμαζεύω]] το [[πάτωμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[εξαλείφω]] ή [[απομακρύνω]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σαίρω:''' (fut. [[σαρῶ|σᾰρῶ]], aor. ἔσηρα, pf. в знач. praes. [[σέσηρα]])<br /><b class="num">1)</b> [[подметать]] ([[δῶμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[выметать]], [[сметать]] (πᾶσαν κόνιν Soph.);<br /><b class="num">3)</b> (только pf.) скалить зубы: [[γελῶν]] καὶ [[σεσηρώς]] Plut. смеющийся во весь рот, хохочущий; ἠγριωμένοι ἐπ᾽ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότες Arph. обозлившись друг на друга и (злобно) оскалившись; σεσᾱρὸς γελᾶν Theocr. презрительно смеяться; но σεσηρὸς [[πρόσωπον]] Arst. обрюзгшее лицо.
|lstext='''σαίρω''': ἀόρ. α΄ ἔσηρα, μετοχ. σήρας Σοφ. Ἀντ. 409· - πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. σέσηρα, ἴδε κατωτ.· Ι. ἐν τῷ πρκμ., [[σύρω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] τὰ χείλη καὶ δεικνύω τοὺς ὀδόντας ὡς ὁ [[κύων]], Λατ. ringi, σέσηρε Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 26· σεσηρέναι Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 3. 40· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., ἄπληστον σεσαρυῖα (Ἐπικ. ἀντὶ σεσηρυῖα) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 268· [[οἷον]] σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ’ οἴεται Ἀριστοφ. Σφ. 900· ἠγριωμένους ἐπ’ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 620, πρβλ. Σφ. 901· ἅμα σ. καὶ γελῶν Κωμικ. Ἀνώνυμ. 236 γελῶντα καὶ σ. Πλούτ. 2. 223Β· σιμὰ σ. Ἀνθ. Π. 5. 179· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοιαύτης κακῆς ἐννοίας, εἶπε σεσαρὼς ὄμματι μειδιόωντι, μειδιῶν, Θεόκρ. 7. 19 (πρβλ. [[προσσαίρω]]). 2) λεγόμενον ἐπὶ γέλωτος μὲ χείλη διεσταλμένα, μειδιήμασι σεσηρόσι Ἱππ. 272. 49· σεσηρότι γέλωτι Λουκ. Ἔρωτ. 13· - τὸ οὐδέτ. κεῖται ἐπιρρηματικῶς, σεσαρὸς γελᾶν Θεόκρ. 20. 14· σεσηρὸς αἰκάλλειν, ἐπὶ ἀλώπεκος, Βάβρ. 50. 14, πρβλ. Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26. 3) ἐπὶ πληγῆς ἢ ἕλκους, [[ἕλκος]] σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον, χαῖνον, Ἱππ. Ἀγμ. 773, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2· [[ὡσαύτως]], σ. [[χάσμημα]], ἐπὶ μετρικῆς χασμωδίας, Εὐστάθ. 840. 43. ΙΙ. κατ’ ἐνεστ. καὶ ἀόρ. α΄, σαρώνω, [[καθαρίζω]], σαίρειν τε [[δῶμα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 363· σαίρειν στέγας ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 29· μυρσίνας ἱερὰν φόβαν, ᾇ [[σαίρω]] [[δάπεδον]] θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 120, πρβλ. 115. 2) σαρώνων [[ἀπορρίπτω]], πᾶσαν κόνιν σήραντες Σοφ. Ἀντ. 409. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαίρει· κοσμεῖ, φιλοκαλεῖ, Καλλύνει», καὶ «σαίρειν· σαροῦν, κοσμεῖν».
}}
{{elnl
|elnltext=σαίρω [σύρω] schoonvegen, wegvegen.<br />σαίρω zie σέσηρα.
}}
}}
{{etym
{{etym