συμπεριπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριπίπτω''': [[περιπίπτω]] [[ὁμοῦ]], Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.
|lstext='''συμπεριπίπτω''': [[περιπίπτω]] [[ὁμοῦ]], Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[περιπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.
|mltxt=Α [[περιπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπίπτω Medium diacritics: συμπεριπίπτω Low diacritics: συμπεριπίπτω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symperipíptō Transliteration B: symperipiptō Transliteration C: symperipipto Beta Code: sumperipi/ptw

English (LSJ)

fall about together, Hypsaeus ap.Stob.4.31.45.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπίπτω: περιπίπτω ὁμοῦ, Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.

Greek Monolingual

Α περιπίπτω
πέφτω μαζί με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.